Catechesi
2019-2020 / 25 novembre 2019
La Divina
Liturgia Bizantina. / Liturgia dei fedeli I.
L’omelia
nella liturgia
L’ultima delle nostre
conferenze, nello scorso mese di ottobre, è stata dedicata alla seconda parte
della Liturgia dei Catecumeni, e in modo speciale alle letture della Parola di
Dio che si fanno nella tradizione bizantina. Voglio ricordare le tre parti che
ho sottolineato: Primo: le letture durante la Divina Liturgia, letture
cioè dell’Apostolo e del Vangelo, letture fatte ed strutturate secondo un
“lezionario”, che ho descritto nelle sue diverse parti. Secondo: le letture
al vespro, letture che come ricordate erano prese da brani scelti dell’Antico
Testamento. Quindi letture che vanno da parte nostra e da parte del predicatore
“interpretate” in modo spirituale e cristologico (un esempio lo avremo nel
vespro della prossima festa dell’Ingresso della Madre di Dio nel Tempio). Terzo: parlavo della
presenza dei Salmi, con quella domanda che ho lasciato volutamente aperta: cioè,
i Salmi sono preghiere? o sono cammino verso la preghiera?
Η τελευταία μας διάλεξη κατά τον περασμένο μήνα Οκτώβριο,
ήταν αφιερωμένη στο δεύτερο μέρος της Λειτουργίας, των Κατηχουμένων, και με
ιδιαίτερο τρόπο στα αναγνώσματα του Λόγου του Θεού, που γίνονται στη βυζαντινή
παράδοση. Θέλω να υπενθυμίσω τα τρία μέρη τα οποία υπογράμμισα:
Πρώτο: τα
αναγνώσματα κατά τη Θεία Λειτουργία δηλαδή τα αναγνώσματα του Αποστόλου και του
Ευαγγελίου, αναγνώσματα ρυθμισμένα σύμφωνα με ένα «Αναγνωσματάριο», το οποίο
περιέγραψα στα διάφορα μέρη του.
Δεύτερο: τα
αναγνώσματα του εσπερινού, τα οποία όπως θυμάστε ήταν παρμένα από κείμενα της
Παλαιάς Διαθήκης. Eπομένως τα
αναγνώσματα αυτά εκ μέρους μας και εκ μέρους του ιεροκήρυκα, πρέπει να
ερμηνεύονται με τρόπο πνευματολογικό και χριστολογικό (ένα παράδειγμα θα το
έχουμε στην προσεχή γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Ναό).
Τρίτο: Μιλούσα
για την παρουσία των Ψαλμών, με το ερώτημα το οποίο εσκεμμένα άφησα ανοιχτό:
δηλαδή, οι Ψαλμοί είναι προσευχές, ή είναι πορεία προς την προσευχή;
Qualcuno tra di voi mi chiedeva dopo di approfondire ancora il tema dei
Salmi, e sul come pregare i salmi e pregare coi
salmi. Può essere l’argomento di una altra delle nostre catechesi. Con la
domanda che lasciavo aperta nell’ultimo incontro: i salmi sono preghiera?
I salmi sono cammino verso la preghiera? Non volevo assolutamente
mettere in dubbio la validità dei salmi come preghiera, anzi. Ne sono convinto,
e ho pregato i salmi e coi salmi dal mio giorno di ingresso al monastero.
San Benedetto nella sua Regola, prevede che i monaci
preghino un Salterio intero ogni settimana. Quindi sottolineo che i Salmi sono
non soltanto importanti ma fondamentali per la nostra preghiera cristiana e
come cristiani.
Κάποιος
από εσάς μου ζήτησε να εμβαθύνουμε ακόμα το θέμα των Ψαλμών, και στο πώς να
τους απαγγέλουμε και πώς να προσευχόμαστε με τους Ψαλμούς. Αυτό μπορεί να είναι το θέμα μίας άλλης κατηχητικής μας
συναντήσεως. Με το ερώτημα που το άφηνα ανοιχτό στην τελευταία μας συνάντηση: «οι Ψαλμοί είναι προσευχή;» και επίσης: «οι Ψαλμοί είναι πορεία προς την προσευχή;»
Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να βάλω σε αμφιβολία την
εγκυρότητα των Ψαλμών ως προσευχή. Αντίθετα, είμαι πεπεισμένος για
την προσευχή των Ψαλμών, και
προσευχήθηκα με τους ψαλμούς από την
ημέρα της εισόδου μου στο μοναστήρι.
Ο Άγιος
Βενέδικτος στο Μοναχικό Κανονισμό του προβλέπει ώστε οι μοναχοί να προσεύχονται
όλο το Ψαλτήριο κάθε εβδομάδα. Επομένως υπογραμμίζω ότι οι Ψαλμοί είναι όχι
μόνο σπουδαίοι, αλλά και θεμελιώδεις για τη χριστιανική μας προσευχή και για τη
ζωή μας ως χριστιανοί.
Ancora, come collegamento con l’ultima conferenza e rispondendo a una
domanda di uno di voi. Avete visto che sempre l’Evangeliario si trova
sull’altare, possiamo dire giace sull’altare. Non in un ambone, non in un
leggio magari in chiesa, ma sull’altare. Perché? L’altare è simbolo di Cristo,
luogo del sacrificio, ed anche sepolcro da dove il Signore ci dà la sua Parola
e il suo Corpo e Sangue vivificanti. L’Evangeliario viene preso dall’altare e
portato in processione; viene preso dall’altare e si proclama la lettura del
Vangelo, e ritorna all’altare, al sepolcro vivificante di Cristo. Questa è la
simbologia dell’altare e dell’Evangeliario che giace su di esso.
Επιπλέον ως σύνδεση με την τελευταία μας διάλεξη, και
απαντώντας σε ερώτημα κάποιου από εσάς, σας λέω: Είδατε ότι το Ευαγγελιάριο,
βρίσκεται πάντοτε στην Αγία τράπεζα μπορούμε να πούμε ότι το Ευαγγελιάριο
κείται στην Αγία τράπεζα. Όχι πάνω σε έναν άμβωνα, όχι σε ένα αναλόγιο
της εκκλησίας, αλλά πάνω στην Αγία τράπεζα. Γιατί; Η Αγία τράπεζα είναι σύμβολο
του Χριστού, τόπου της ιερής θυσίας, και τάφος από όπου ο Κύριος μας δίνει τον
Λόγο του και τα ζωοποιά Σώμα του και
Αίμα του. Το Ευαγγελιάριο σηκώνεται από την Αγία τράπεζα και περιφέρεται σε
λιτανεία παίρνεται από την Αγία τράπεζα για να κηρυχθεί στον λαό, και πάλι
επαναφέρεται σ’ αυτήν στο ζωοποιό τάφο του Χριστού. Αυτή είναι η συμβολολογία
της Αγίας τράπεζας και του Ευαγγελιαρίου που είναι πάνω της.
Oggi voglio iniziare il commento alla Liturgia dei fedeli, la seconda
grande parte della Divina Liturgia Bizantina, e che inizia dopo il Vangelo. La
presento in modo schematico come introduzione, benché oggi mi soffermerò
soprattutto in una parte che si trova tra la prima e la seconda, cioè
nell’omelia. Potete chiedermi: come mai parlare dell’omelia ai fedeli che
debbono sì ascoltarla ma non farla? Proprio perché dovete ascoltarla è
importante che anche voi ne sappiate qualcosa. Quindi quanto vi dirò, spero sia
utile per coloro che dobbiamo fare le omelia, vescovo e sacerdoti, e per voi
che ogni domenica e ogni festa dovete ascoltarci.
Σήμερα θέλω να αρχίσω τα σχόλια της Λειτουργίας των
Πιστών, το δεύτερο μεγάλο μέρος της Βυζαντινής Θείας Λειτουργίας το οποίο
αρχίζει μετά το Ευαγγέλιο. Θα την παρουσιάσω με τρόπο σχηματικό ως
εισαγωγή, αν και σήμερα θα σταθώ προπάντων σε ένα μέρος, το οποίο βρίσκεται
μεταξύ του πρώτου και δεύτερου μέρους της Λειτουργίας, δηλαδή στην ομιλία.
Μπορείτε να με ρωτήσετε: «πως μπορεί
κανείς να μιλά για την ομιλία στους πιστούς οι οποίοι οφείλουν βέβαια να την
ακούν, αλλά όχι να την κάνουν;» Ακριβώς επειδή πρέπει να την ακούτε,
επιβάλλεται να γνωρίζετε κάτι γι’ αυτήν. Επομένως αυτά που θα σας πω ελπίζω να
είναι χρήσιμα σε εκείνους οι οποίοι οφείλουμε να κάνουμε την ομιλία, τον
επίσκοπο και τους ιερείς, όπως και σε σας, οι οποίοι κάθε Κυριακή και κάθε
γιορτή οφείλετε να μας ακούτε.
Comunque lo schema della Liturgia dei Fedeli che
commenterò dettagliatamente nelle prossime conferenze, è così:
Dopo il Vangelo e
l’omelia:
Litanie per i catecumeni e dei fedeli. Diverse
litanie che fa il diacono o il sacerdote, col congedo dei catecumeni e le
preghiere per i fedeli che rimangono in chiesa.
Ingresso con i Doni
preparati.
Litania dopo l’ingresso.
Pace a tutti.
Credo. Il Simbolo niceno
costantinopolitano.
Anafora, di San Giovanni
Crisostomo o di San Basilio.
Litania e Padrenostro.
Comunione.
Conclusione e congedo.
Σε κάθε περίπτωση το σχήμα της Λειτουργίας των Πιστών,
την οποία θα σχολιάσω με λεπτομέρειες στις προσεχείς ομιλίες μου, είναι αυτό:
Μετά το
Ευαγγέλιο και την ομιλία:
Λιτανείες
(ικεσίες) για τους κατηχούμενους και τους πιστούς. Διάφορες λιτανείες τις
οποίες κάνει ο διάκονος ή ο ιερέας, με την απόλυση των κατηχουμένων και τις
προσευχές των πιστών, οι οποίοι παραμένουν στην εκκλησία.
Είσοδος
των προετοιμασμένων Τίμιων Δώρων. Λιτανεία μετά την είσοδο
«Ειρήνη
πάσι», «Πιστεύω» Το Σύμβολο
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Αναφορά
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ή του Αγίου Βασιλείου.
Λιτανεία
και «Πάτερ Ημών».
Θεία
Κοινωνία
Συμπέρασμα
και απόλυση.
Come vi dicevo, prima di
iniziare il commento a questa seconda parte della Divina Liturgia, voglio
rispondere a una domanda che forse vi siete posti: “dopo il Vangelo, si fa, si
deve fare l’omelia?”. “Quale è il ruolo o l’importanza dell’omelia nella Divina
Liturgia?”.
Quale è il luogo, il
momento di fare l’omelia? Come “luogo” o “ubicazione” dell’omelia, il suo posto
direi normale è immediatamente dopo la lettura del Vangelo, perché in principio
l’omelia dovrebbe sempre commentare il Vangelo che è stato letto. In pratica ho
visto che alcune Chiese Orientali, specialmente quelle di tradizione slava,
oppure nelle concelebrazioni dive ci sono parecchi sacerdoti, l’omelia avviene
durante la comunione dei sacerdoti, che se sono molti si può allungare
parecchio.
Όπως σα
έλεγα πριν αρχίσουμε να σχολιάζουμε αυτό το δεύτερο μέρος της Θείας
Λειτουργίας, θέλω να απαντήσω σε ένα ερώτημα το οποίο εσείς θέσατε: «μετά το Ευαγγέλιο γίνεται ή πρέπει να γίνεται
ομιλία; Ποιος είναι ο ρόλος ‘η η
σπουδαιότητα της ομιλίας στη Θεία Λειτουργία;»
«Ποιος είναι ο τόπος, η κατάλληλη στιγμή για
να γίνει η ομιλία;» Ως «τόπος» της ομιλίας δηλαδή η κανονική της
θέση είναι αμέσως μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, γιατί καταρχήν η ομιλία θα
έπρεπε πάντοτε να σχολιάζει το Ευαγγέλιο που διαβάστηκε. Στην πράξη έχω δει ότι
μερικές Ανατολικές Εκκλησίες ειδικά αυτές της σλαβικής παραδόσεως ή επίσης στα
ιερά συλλείτουργα όπου υπάρχουν πολλοί ιερείς, η ομιλία γίνεται κατά τη θεία Κοινωνία
των ιερέων, η οποία ενδέχεται να είναι αρκετά μακρόωρη.
Dico subito che qualsiasi sia il momento dove si fa l’omelia,
l’importante è farla, l’importante è che ci sia l’omelia. I Padri della Chiesa,
sia in Oriente che in Occidente ci danno l’esempio non soltanto di belle e
profonde omelie, ma anche dell’importanza stessa dell’omelia. Cito gli esempi
di San Giovanni Crisostomo, di San Basilio, di Sant’Agostino, o lo stesso
Sant’Efrem nel mondo siriaco che faceva addirittura omelie ritmiche, poetiche, forse
cantate da Efrem stesso e con un ritornello da parte dei fedeli.
Σας λέω αμέσως ότι οποιαδήποτε και αν είναι η στιγμή της
ομιλίας το σπουδαιότερο είναι να γίνεται η ομιλία, γιατί η σπουδαιότητα της
είναι μεγάλη. Οι πατέρες της Εκκλησίας, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση μας
δίνουν το παράδειγμα όχι μόνο ομιλιών με
ωραιότητα της ομιλίας. Αναφέρω τα παραδείγματα του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, του Αγίου Βασιλείου του Ιερού Αυγουστίνου, και του ίδιου του Αγίου
Εφραίμ στον συριακό κόσμο ο οποίος έφτανε μέχρι και να ψέλνει ο ίδιος την
ομιλία του και ο λαός να αντιφωνεί με μία επωδή.
Noi siamo abituati (posso dire abituati male!?) a omelie di cinque
massimo dieci minuti, e se il vescovo o il sacerdote si allunga fino a quindici
o venti minuti, magari brontoliamo un po. Forse perché non siamo più abituati ad
ascoltare? Forse perché la bellezza di un bel discorso non è più apprezzata? Forse
che la nostra cultura “dell’immagine” non è più una cultura “dell’ascolto”? Di
questo me ne accorgo anche io nell’insegnamento all’università: ascoltare una
lezione di 45 massimo 60 minuti costa molto agli studenti che non prendono più
appunti, non ascoltano più ma ti chiedono subito: “questo che Lei dice, lo
troviamo su internet?”. Chiaramente l’arte di ascoltare suppone anche da parte
di colui che parla “un arte di parlare”.
Εμείς είμαστε συνηθισμένοι (μπορώ να πω με την κακιά
συνήθεια), σε ομιλίες πέντε το πολύ δέκα λεπτών, και αν ο επίσκοπος ή ο ιερέας
προεκτείνεται στα δεκαπέντε ή στα είκοσι λεπτά, αρχίζουμε τα μουρμουρητά. Μήπως
γιατί δεν είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε; Μήπως γιατί δεν εκτιμάται πια αρκετά
η ωραιότητα ενός ωραίου λόγου; Μήπως γιατί ο πολιτισμός μας που είναι πολιτισμός
«της εικόνας», δηλαδή του θεάματος, δεν είναι πια πολιτισμός «της ακοής»; Το
γεγονός αυτό το αντιλαμβάνομαι και εγώ ο ίδιος, όταν διδάσκω στο πανεπιστήμιο:
η παρακολούθηση ενός μαθήματος των σαράντα πέντε λεπτών ή το πολύ των εξήντα
λεπτών, κοστίζει πολύ στους φοιτητές, οι οποίοι δεν παίρνουν σημειώσεις δεν
ακούν πια, τον καθηγητή, αλλά σε ρωτούν αμέσως: «Αυτό που μας είπατε, το βρίσκουμε στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ;» Ασφαλώς η τέχνη
της ακοής προϋποθέτει και εκ μέρους του ομιλούντος την τέχνη της καλής
ομιλίας».
E qui collego col tema dei Padri della Chiesa. Essi erano ottimi oratori,
sia nella forma del discorso sia nel contenuto. E i fedeli
andavano in Chiesa ad ascoltare i Padri perché parlavano bene e in modo
profondo. Inoltre i Padri della Chiesa predicavano a lungo, per ore. Ricordo
alcune omelie di San Giovanni Crisostomo in cui lui rimprovera i suoi fedeli
dicendo: “Dove sono questo pomeriggio tutti quelli che in mattinata erano
seduti qua davanti? Sono andati ai teatri, alle corse di cavalli?” Ciò vuol
dire che i Padri predicavano a lungo sì e magari predicavano la mattina ed il
pomeriggio. Le omelie ritmiche di Sant’Efrem a cui accennavo prima, una volta
le ho recitate e calcolate con l’orologio e vi assicuro che potevano durare tra
un’ora e mezzo e due ore. E qui approfitto per indicare che nella tradizione
siriaca, almeno nel IV secolo, il diacono predicava in Chiesa (sant’Efrem era
diacono!), mentre oggi nella nostra tradizione bizantina è il vescovo o il
sacerdote che fanno l’omelia.
Και εδώ επανέρχομαι στο θέμα των πατέρων της Εκκλησίας.
Αυτοί ήταν εξαίρετοι ομιλητές, τόσο στη μορφή του λόγου, όσο και στο
περιεχόμενο. Και οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία για να τους ακούσουν, γιατί
μιλούσαν καλά και με μεγάλο βάθος. Επιπλέον, οι Πατέρες της Εκκλησίας κήρυτταν
επί ώρες. Θυμάμαι μερικές ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπου ο
Επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως επέπληττε τους πιστούς λέγοντας: «Που είναι αυτό το απόγευμα όλοι εκείνοι οι
οποίοι σήμερα το πρωί κάθονταν εδώ μπροστά; Πήγαν μήπως στο θέατρο, ή στον
ιππόδρομο;» Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες κήρυτταν μακρόωρα, και μερικές
φορές κήρυτταν και το πρωί και το απόγευμα. Τις ρυθμικές ομιλίες του Αγίου
Εφραίμ, στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω μία φορά τις απήγγειλα και υπολόγισα με
το ρολόι σας βεβαιώ ότι μπορούσαν να διαρκέσουν μιάμιση έως και δύο ώρες. Και
εδώ επωφελούμαι της ευκαιρίας για να σας πω ότι στη συριακή παράδοση τουλάχιστο
κατά τον τέταρτο αιώνα, οι διάκονοι κήρυτταν στην Εκκλησία (και ο Άγιος Εφραίμ
ήταν διάκονος). Σήμερα στη βυζαντινή μας παράδοση, την ομιλία την κάνει ο
επίσκοπος ή ο ιερέας.
Dirvi come deve essere l’omelia non è facile, soprattutto a voi i fedeli
che dovete sentirle, ascoltarle… Non dico sopportarle! Vi parlerò dell’omelia
con un esempio di omelia, presa da uno dei grandi predicatori dell’epoca dei
Padri, San Giovanni Crisostomo.
Να σας πω πως πρέπει να είναι η ομιλία, δεν είναι εύκολο,
προπάντων σε σας, τους πιστούς, που πρέπει να τις ακούτε και να τις παρακολουθείτε…
Δεν λέω να τις υποφέρετε. Θα σας μιλήσω για την ομιλία με ένα παράδειγμα
ομιλίας, παρμένο από έναν μεγάλο ιεροκήρυκα της επιλογής των Πατέρων της
Εκκλησίας: τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο.
Il testo
che voglio presentarvi è la prima delle Due omelie per Eutropio di San
Giovanni Crisostomo, quando lui è già arcivescovo di Costantinopoli, all’inizio
del quinto secolo. Presento soltanto la prima delle due omelie perché è più
breve ed è anche molto più bella ed
interessante. Comunque vi dico subito che le grandi e bellissime omelie del
Crisostomo sono soprattutto quelle del suo periodo ad Antiochia quando era
sacerdote. Il suo periodo come arcivescovo a Costantinopoli è più breve e più
difficile. Quindi la sua attività come oratore è più ridotta.
Το κείμενο που θέλω να σας παρουσιάσω είναι η πρώτη από
τις δύο ομιλίες για τον Ευτρόπιο του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, όταν αυτός ήταν
ήδη αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στις αρχές του πέμπτου αιώνα. Παρουσιάζω
μονάχα την πρώτη από τις δύο ομιλίες, γιατί αυτή είναι πιο σύντομη και επίσης
είναι ωραιότερη και πιο ενδιαφέρουσα. Με την ευκαιρία αυτή σας λέω αμέσως ότι
οι μεγαλύτερες και ωραιότερες ομιλίες του Χρυσοστόμου είναι προπάντων εκείνες
της περιόδου που έζησε στην Αντιόχεια, όταν ήταν ιερέας. Η χρονική περίοδος που
έζησε ως αρχιεπίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη είναι βραχύτερη και πιο δύσκολη. Επομένως
η δραστηριότητα του ως ιεροκήρυκας είναι πιο περιορισμένη.
Vi faccio
notare comunque che tante delle omelie del Crisostomo quando era ancora sacerdote
ad Antiochia iniziano con la frase: “Ecco nostro padre (riferimento al
vescovo) è qui con noi e mi ha chiesto di dirvi una parola sul Vangelo che
abbiamo ascoltato”. Il vescovo, che in questo periodo era Flaviano di
Antiochia, non predica? Non può? Non vuole? Forse la bella ed incisiva retorica
del Crisostomo lo porta a rinunciare lui a predicare per sentire il suo
sacerdote predicare? Non abbiamo una risposta a queste domande. Sottolineo però
il fatto di un sacerdote, il Crisostomo, predicando alla presenza del suo
vescovo. Cito anche il caso di san Leone Magno, papa di Roma dal
quattrocentoquaranta al quattrocentosessanta, di cui abbiamo bellissime e
profonde omelie soltanto dei primi dieci anni del suo episcopato a Roma. Nel
secondo decennio non predicò? Perse la voce? Riprendeva le stesse omelie del
primo decennio? Faceva forse anche lui predicare a un altro, a un prete? E lui
semplicemente ascoltava? Domande che rimangono aperte.
Εν πάση περιπτώσει σας σημειώνω ότι πολλές από τις
ομιλίες του Χρυσοστόμου, όταν ακόμα ήταν ιερέας στην Αντιόχεια, αρχίζουν με τη
φράση: «Ιδού ο πατέρας μας (δηλαδή ο
επίσκοπος μας), είναι εδώ, μαζί μας, και μου ζήτησε να σας πω λίγα λόγια για το
Ευαγγέλιο που ακούσαμε». Ο Επίσκοπος ο οποίος κατά την περίοδο εκείνη ήταν
ο Φλαβιανός της Αντιόχειας, δεν κήρυττε; Μήπως δεν μπορούσε; Μήπως δεν ήθελε;
Ίσως η ωραία και προτρεπτική ρητορική του Χρυσοστόμου τον οδηγεί να παραιτηθεί
από το κήρυγμα για να ακούσει, τον ιερέα ιεροκήρυκα; Δεν έχουμε μία βέβαιη
απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Υπογραμμίζω όμως το γεγονός ότι ένας ιερέας, ο
Χρυσόστομος κηρύττει με την παρουσία του επισκόπου του. Αναφέρω επίσης την
περίπτωση του Αγίου Λέοντα του Μεγάλου, Πάπα Ρώμης από το τετρακόσια σαράντα
μέχρι το τετρακόσια εξήντα, του οποίου έχουμε ωραιότατες και βαθιές ομιλίες
μονάχα κατά την πρώτη δεκαετία του ως επισκόπου Ρώμης. Κατά τη δεύτερη δεκαετία
του δεν κηρύττει; Μήπως έχασε τη φωνή του; Μήπως επαναλάμβανε τις ίδιες ομιλίες
της πρώτης δεκαετίας; Ίσως ανέθετε και αυτός σε άλλο ιεροκήρυκα, ή σε έναν
ιερέα να κηρύξει; Και ο Πάπας γινόταν ακροατής;
Όλα αυτά παραμένουν ερωτήματα χωρίς απάντηση.
L’omelia a
favore di Eutropio, di san Giovanni Crisostomo.
Per
situare gli eventi da cui l’omelia prende spunto: da una parte questo
Eutropio -un eunuco del palazzo imperiale di Costantinopoli, che una volta fu console,
e molto influente e favorito a palazzo imperiale, poi cade in disgrazia ed è ricercato
dai sicari dell’imperatore che lo devono uccidere. Eutropio fugge, e letteralmente
si rifugia in chiesa, aggrappato ai piedi dell’altare, per impetrare dal
vescovo Giovanni Crisostomo la protezione -vedete che in questo momento, inizio
V secolo, la chiesa e l’altare sono luoghi di asilo, oggi diremo “politico”.
Η ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου υπέρ του Ευτρoπιου
Για να καταλάβουμε τα γεγονότα από τα οποία ξεκίνησε η
ομιλία πρέπει να πούμε: από τη μία πλευρά έχουμε αυτόν τον Ευτρόπιο
(έναν ευνούχο του αυτοκρατορικού παλατιού της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος
κάποτε ήταν πρόξενος, και με μεγάλη επιρροή και εύνοια στο αυτοκρατορικό
παλάτι, έπειτα έπεσε σε δυσμένεια και τον αναζητούσαν οι δήμιοι του αυτοκράτορα
για να τον σκοτώσουν. Ο Ευτρόπιος έφυγε, και κυριολεκτικά κατέφυγε στην
εκκλησία, όπου γαντζώθηκε στα πόδια του ιερού βήματος, ικετεύοντας προστασία
από τον επίσκοπο Ιωάννη Χρυσόστομο. Όπως βλέπετε κατά τη χρονική εκείνη εποχή,
στις αρχές του πέμπτου αιώνα, η εκκλησία και το ιερό βήμα ήταν χώροι ασύλου,
σήμερα θα λέγαμε ότι αποτελούσαν «πολιτικό» άσυλο.
Dall’altra
parte, il popolo, accorso alla chiesa, assetato di vendetta. Eutropio,
come vi dicevo una volta influente personaggio politico, non è amato dal
popolo, anzi è odiato dal popolo. In mezzo a questo scenario, (dovete
immaginare quell’uomo fisicamente aggrappato all’altare) questo scenario tra
l’altare ed il popolo, si trova Giovanni Crisostomo, il vescovo, il predicatore,
che trae spunto dalla tragica situazione di quel disgraziato, per presentare
il tema della caducità dei beni terreni.
Από την άλλη πλευρά: ο λαός ο οποίος έσπευσε στην εκκλησία, διψασμένος για
εκδίκηση. Ο Ευτρόπιος, όπως σας είπα, ήταν κάποτε μεγάλη και δυνατή
προσωπικότητα, και δεν αγαπάται από τον λαό, αντίθετα μισείται από αυτόν. Μέσα
σ’ αυτό το σκηνικό, (φαντασθείτε αυτόν τον άνθρωπο να είναι γαντζωμένος στο
ιερό βήμα), και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό μεταξύ του ιερού βήματος και του
οργισμένου λαού, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αρχιεπίσκοπο και ιεροκήρυκα, να
ξεκινά την περιγραφή της τραγικής κατάστασης αυτού του δυστυχισμένου, για να
παρουσιάσει το θέμα της ματαιότητας όλων των επίγειων αγαθών.
Con
grande maestria ed anche teatralità -questa omelia e quelle “Sulle statue” saranno
i capolavori omiletici del Crisostomo-, Giovanni riesce a placare l’ira della folla
fino al punto di farla cambiare intenzione e spingerla ad andare fino al
palazzo imperiale per chiedere, anche se inutilmente, la clemenza
dell’imperatore. L’affare finisce con una finta concessione di clemenza da
parte dell’imperatore; infatti quando Eutropio esce fidato dalla chiesa, viene
assassinato dai sicari. Quindi tre ambiti ben delineati: Eutropio, afferrato all’altare,
il popolo che brama vendetta, il Crisostomo in mezzo che parla all’uno e agli
altri.
Με μεγάλη δεξιοτεχνία και θεαματικότητα (η ομιλία αυτή
μαζί με τις ομιλίες «Για τα αγάλματα» αποτελούν τα αριστουργήματα των ομιλιών
του Χρυσόστομου), ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κατορθώνει να ηρεμήσει την
οργή του πλήθους μέχρι του σημείου ώστε το πλήθος να αλλάξει γνώμη και να
οδηγηθεί προς το αυτοκρατορικό παλάτι, ζητώντας (αν και ανώφελα) την επιείκεια
του αυτοκράτορα. Η υπόθεση καταλήγει σε μία προσποιητή επιείκεια εκ μέρους του
αυτοκράτορα: Πραγματικά όταν ο Ευτρόπιος απατημένος βγαίνει από την εκκλησία,
δολοφονείται από τους δήμιους του αυτοκράτορα. Επομένως έχουμε τρία διαφορετικά
περιβάλλοντα: τον Ευτρόπιο αρπαγμένο από το ιερό βήμα, τον λαό που διψά για
εκδίκηση, και ανάμεσά τους τον Χρυσόστομο ο οποίος μιλά και προς τον ένα και
προς τους άλλους.
Chiaramente
non pretendo oggi né farvi una lezione di patrologia, neppure una
considerazione sulla caducità dei beni terrestri. Semplicemente voglio presentare
l’Omelia prima a favore di Eutropio come modello di una omelia, cioè
come può e dovrebbe essere fatta una omelia.
Αληθινά δεν διεκδικώ σήμερα ούτε να σας κάνω ένα μάθημα
πατρολογίας, ούτε μία μελέτη για την ματαιότητα των επίγειων αγαθών. Απλούστατα
θέλω να σας παρουσιάσω την Ομιλία υπέρ του Ευτρόπιου ως πρότυπο μίας καλής
ομιλίας, δηλαδή πως θα έπρεπε να είναι μία καλή ομιλία.
Il testo (breve!
fatto strano in Giovanni Crisostomo) contiene cinque parti o cinque paragrafi:
uno introduttivo, tre di sviluppo del tema ed infine uno conclusivo. Vorrei
presentarli tutti e cinque e attirare la vostra attenzione su qualche punto.
Το κείμενο (σύντομο πράγμα περίεργο για τον Ιωάννη
Χρυσόστομο), περιλαμβάνει πέντε μέρη ή πέντε παραγράφους: ένα μέρος εισαγωγικό,
τρία μέρη αναπτύξεως του θέματος και τελικά ένα συμπέρασμα. Επιθυμώ να σας
παρουσιάσω και τα πέντε μέρη, και να επιστήσω την προσοχή σας σε κάποιο σημείο.
Primo. Da buon
predicatore Giovanni Crisostomo comincia l’omelia con una chiara captatio
benevolentiae cioè con qualche cosa -qualche parola- che attiri
l’attenzione dell’uditorio. Giovanni Crisostomo prende come spunto l’inizio del
libro del Qohelet 1,2: “Vanità delle vanità, tutto è vanità”. E, da buon
oratore, drammatizza lo scenario con una lunga serie di domande non indirizzate
a Eutropio ma al popolo: “Dove è andata la sua ricchezza, dove è finita la
sua vanità... Tutto è andato via...”. E ripete la citazione
scritturistica di Qohelet 1,2: “Vanità delle vanità, tutto è vanità”.
Giovanni sottolinea l’utilità della Sacra Scrittura. Lui, malgrado
essere stato trasferito da Antiochia a Costantinopoli, rimarrà sempre un
antiocheno diciamo di formazione e, quindi, la lettura che lui farà della Sacra
Scrittura sarà in vista all’utilità dei fedeli, della comunità.
Πρώτο: Ως καλός
ιεροκήρυκας ο Ιωάννης Χρυσόστομος αρχίζει την ομιλία του με ένα καθαρό κάλεσμα
στην προσοχή των ακροατών του (captatio benevolentiae), δηλαδή με κάποια φράση που θα τραβήξει το ακροατήριο
του. Ο Χρυσόστομος ξεκινά από τις λέξεις του βιβλίου του Κοχελέτ 1,2: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Και σαν καλός ιεροκήρυκας, δραματοποιεί το σκηνικό με μία μακρινή σειρά
ερωτήσεων, τις οποίες απευθύνει όχι στον Ευτρόπιο αλλά στον λαό: «Που πήγε ο πλούτος του; Που κατέληξε η
ματαιότητά του; … Όλα εξαφανίσθηκαν…» Και επαναλαμβάνει το εδάφιο της
Γραφής του Κοχελέτ 1,2: «Ματαιότης
ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Ο Ιωάννης υπογραμμίζει τη χρησιμότητα της
Αγίας Γραφής. Παρά τη μεταφορά του από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, ο
Ιωάννης θα παραμείνει πάντοτε άνθρωπος της Αντιόχειας, ιδιαίτερα στη μόρφωσή
του, και επομένως η ανάγνωση της Αγίας Γραφής γι’ αυτόν θα στοχεύει στην
ωφέλεια των πιστών και της χριστιανικής κοινότητας.
La captatio
benevolentiae poi, sempre nell’introduzione del testo, passa del popolo a
Eutropio; il primo destinatario, colui per chi la Sacra Scrittura è utile è
stato il popolo -il suo popolo come vescovo. Poi il Crisostomo guarda verso quell’uomo,
afferrato ai piedi dell’altare e gli fa vedere qual è la sua situazione e quale
era stato l’atteggiamento paterno di Giovanni Crisostomo quando tempo prima aveva
cercato di aiutarlo: “Non ti dissi forse, quando mi rimproveravi di dirti
sempre la verità, che io ti amavo più degli adulatori? Io, che ti biasimo, mi
do pensiero di te più di quelli che ti compiacciono. Non aggiunsi che è
preferibile la ferita inferta da un amico ai baci spontanei degli avversari?
(Pr 27,6) Se tu avessi sopportato le mie ferite, i loro baci non ti avrebbero
dato la morte... La Chiesa, che tu volesti osteggiare, aprì il suo grembo e ti
accolse...”. Giovanni Crisostomo, nelle sue Catechesi Battesimali parlerà
del grembo della Chiesa che genera figli nel battesimo; in questa omelia parla
del grembo della Chiesa che si apre non per generare ma per accogliere -per
perdonare. Vedete che sono immagini molto belle e profonde quelle che adopera
il Crisostomo.
Έπειτα το κάλεσμα στην προσοχή των ακροατών του (captatio benevolentiae),
πάντοτε στην εισαγωγή του κειμένου, περνά από τον λαό στον Ευτρόποιο. Ο πρώτος
προς τον οποίο ο ιεροκήρυκας απευθύνθηκε, εκείνος για τον οποίο η Αγία Γραφή
ήταν τόσο ωφέλιμη, ήταν ο λαός του ιεράρχη, ο λαός του πνευματικού ποιμένα.
Έπειτα ο Χρυσόστομος στρέφεται προς τον δυστυχισμένο άνθρωπο, τον κατατρεγμένο
στο ιερό βήμα, και τον κάνει να δει την κατάστασή του, και ποια ήταν η πατρική
θέση του Ιωάννη Χρυσοστόμου, όταν πριν από αρκετό καιρό ζήτησε τη βοήθεια του
Ευτρόπιου: «Μήπως δεν σου είπα όταν εσύ
με αποδοκίμαζες ότι σου έλεγα πάντοτε την αλήθεια, ότι εγώ σε αγαπούσα
περισσότερο από τους κόλακές σου; Εσένα που σε έλεγχα, σε σκεπτόμουν καλύτερα
από όσους σε κολάκευαν. Δεν σου έλεγα να προτιμάς το τραύμα από ένα φίλο σου,
και όχι τα αυθόρμητα φιλιά των εχθρών σου;
(Παροιμ.27,6). Αν τότε είχες υπομείνει τα τραύματά μου, τα φιλιά των
εχθρών σου δεν θα σε είχαν οδηγήσει στον θάνατο…. Η Εκκλησία, την οποία τότε
καταπολεμούσες άνοιξε τώρα τα σπλάχνα
της και σε αγκάλιασε…» Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στις κατηχητικές του ομιλίες
για το Βάπτισμα, μιλά για τα σπλάχνα της
Εκκλησίας, η οποία με το βάπτισμα γεννά τα παιδιά της. Στην ομιλία του για τον Ευτρόπιο μιλά για τα
σπλάχνα της Εκκλησίας, τα οποία ανοίγονται όχι για να γεννήσουν αλλά για να
φιλοξενήσουν για να συγχωρήσουν. Όπως βλέπετε ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί
εικόνες πολύ ωραίες και πολύ βαθιές.
Secondo. Nel
secondo paragrafo, Giovanni Crisostomo presenta già l’argomento centrale della
sua omelia, quello dell’utilità, vantaggio, beneficio della situazione di
Eutropio. Ha già accennato due volte dell’utilità della Sacra Scrittura; adesso
parla dell’utilità del fatto concreto della caduta in disgrazia di Eutropio.
Quindi il punto centrale che percorrerà tutta l’omelia -che dovrebbe percorrere
qualsiasi omelia è proprio l’utilità che ne riceve il popolo, la comunità
ecclesiale.
Δεύτερο. Στη δεύτερη
παράγραφο ο Ιωάννης Χρυσόστομος
παρουσιάζει ήδη το κεντρικό θέμα της ομιλίας του, το θέμα της ωφέλειας,
του προνομίου του ευεργετήματος, της καταστάσεως του Ευτρόπιου. Αναφέρθηκε ήδη
δύο φορές στην ωφέλεια της Αγίας Γραφής τώρα μιλά για την ωφέλεια του
συγκεκριμένου γεγονότος της πτώσεως του Ευτρόπιου στη δυστυχία. Επομένως το
κεντρικό σημείο το οποίο θα αναπτύξει σε όλη την ομιλία, το οποίο θα έπρεπε να
αναπτύσσεται, σε οποιαδήποτε ομιλία, είναι ακριβώς αυτό: η ωφέλεια που λαβαίνει
ο λαός, η εκκλησιαστική κοινότητα.
Terzo. Nei
paragrafi 3 e 4 dell’omelia il predicatore presenta come l’utilità dell’esempio
di Eutropio deve muovere a pietà verso di lui, non a vendetta. Guardate come il
Crisostomo mette sul tavolo le virtù cristiane più basilari, più fondamentali:
“Parlo ora così non per schernirlo o oltraggiarlo per la sua vicenda, ma per
rendere caritatevoli le vostre menti e predisposte alla compassione... Dato
che vi sono fra noi alcuni che, nella loro crudeltà, mi hanno accusato di
avergli concesso asilo presso questo altare”.
Τρίτο. Στις
παραγράφους 3 και 4 της ομιλίας ο ιεροκήρυκας παρουσιάζει με ποιο τρόπο η
ωφέλεια του παραδείγματος του Ευτρόπιου πρέπει να υποκινεί την ευσπλαχνία προς
αυτόν, και όχι την εκδίκηση. Προσέξτε με ποιο τρόπο ο Χρυσόστομος βάζει πάνω
στο τραπέζι τις βασικότερες χριστιανικές αρετές: «Μιλώ τώρα έτσι, όχι για να τον θίξω, ή να τον προσβάλω για την
περιπέτειά του, αλλά για να υποκινήσω την φιλανθρωπία της καρδιάς σας και να
σας βοηθήσω στην συμπόνια σας…» Γιατί μεταξύ μας υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι με
την σκληρότητά τους, με κατηγόρησαν ότι του παραχώρησα άσυλο στο ιερό αυτό βήμα».
In primo
luogo, il Crisostomo sottolinea la misericordia della Chiesa: “Perché ti
adiri, dimmi, o caro? “Perché -rispondete voi il popolo- si rifugiò in Chiesa
dopo averla tanto osteggiata” ... infatti essa, la Chiesa, prima tanto
osteggiata, ora gli offre la sua protezione e lo accoglie sotto le sue ali
dandogli piena sicurezza... La Chiesa, come una madre amorosa, lo cela fra le
sue tende...”. Nell’epoca di San Giovanni Crisostomo l’altare era
“protetto, chiuso” da alcune tende? Non ho una risposta a questa domanda. Forse
sì, per alcune indicazione che troviamo nelle sue omelie.
Πρώτα πρώτα ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει την ευσπλαχνία της
Εκκλησίας: «Πες μου, αγαπητέ, γιατί
θυμώνεις; Και εσύ, λαέ απάντησέ μου, γιατί κατέφυγε στην Εκκλησία, αφού τόσο
την καταδίωξε…» Πραγματικά, η Εκκλησία ενώ καταδιώχθηκε τόσο πολύ από
αυτόν, τώρα του προσφέρει την προστασία της και τον δέχεται κάτω από τα φτερά
της, προσφέροντάς του πλήρη ασφάλεια… «Η Εκκλησία ως φιλόστοργη μητέρα, τον
καλύπτει κάτω από τις σκηνές της…» Στην εποχή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου
μήπως το ιερό βήμα ήταν «προστατευμένο, κλειστό», από μερικές σκηνές; Στο
ερώτημα αυτό δεν έχω απάντηση. Ίσως η απάντηση να είναι θετική, σύμφωνα με
μερικές ενδείξεις τις οποίες βρίσκουμε στις ομιλίες του.
Giovanni
Crisostomo, ancora, fa un bel paragone tra la meretrice che toccò i piedi di
Gesù (Lc 7,37ss) ed Eutropio che tocca -si aggrappa- all’altare. Notiamo il
collegamento tra Cristo e l’altare; non fu la meretrice a contaminare Cristo
quando lo toccò, ma Costui, Cristo che la rende pura. La disgrazia di Eutropio,
ancora, porta un altro beneficio, utilità ed è cioè la grande presenza di
popolo radunatasi in chiesa, come se fosse la festa della Santa Pasqua: “Per
me è oggi uno spettacolo splendido, ed è bella l’adunanza, bella e affollata di
popolo qual io vidi solo in occasione della Santa Pasqua!...”. La
“questione Eutropio” porta molta gente in chiesa, e questo il buon vescovo e
oratore Crisostomo sa approfittar lo diciamo a suo beneficio.
Επιπλέον
ο Χρυσόστομος κάνει ακόμα μία ωραία σύγκριση ανάμεσα στην πόρνη, η οποία άγγιξε
τα πόδια του Ιησού (Λκ. 7,37) και στον Ευτρόπιο ο οποίος αγγίζει (αρπάζεται)
στο ιερό βήμα. Να σημειώσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στον Χριστό και στο ιερό βήμα, δεν ήταν η πόρνη αυτή που
μίανε τον Χριστό όταν τον άγγιξε, αλλά ο Χριστός είναι αυτός που την εξάγνισε.
Επιπλέον η δυστυχία του Ευτρόπιου έχει ένα άλλο προτέρημα, μία άλλη ωφέλεια:
δηλαδή την μεγάλη προσέλευση τη μεγάλη συνάθροιση του λαού στην εκκλησία, σαν
αν ήταν η γιορτή του Πάσχα: «Για μένα
σήμερα έχω μπροστά μου ένα υπέροχο θέαμα, μια ωραία συνάθροιση, ωραίο
συναθροισμένο λαό, τον οποίο βλέπω μονάχα με την ευκαιρία του Αγίου Πάσχα!!»
Το «θέμα του Ευτρόπιου» φέρνει μεγάλο πλήθος στην εκκλησία, και ο καλός
επίσκοπος και καλός ιεροκήρυκας Χρυσόστομος ξέρει να εκμεταλλευτεί αυτό το
γεγονός (το λέμε προς τιμή του).
Ancora
nell’omelia, Giovanni Crisostomo parla di come l’esempio di Eutropio deve
muovere i ricchi e i potenti del mondo a ripensare e riflettere sulla loro
situazione. Nel paragrafo 3 ha cercato di convertire il cuore pieno di vendetta
del popolo. Nel paragrafo 4 tocca direttamente il tema della vanità della
ricchezza, e vi applica ancora un testo della Sacra Scrittura, Is 40,6 e sal
10,1 e sal 36,2: “Ogni mortale è come fieno, e ogni gloria umana come il
fiore del fieno; il fieno si secca e il fiore appassisce e muore. Come fieno
presto si dissecheranno, e come erbe presto moriranno. Come fumo i suoi
giorni...”. La proposta che Giovanni Crisostomo fa è molto chiara ed oggi
ci può sorprender un po: i ricchi debbono ripensare o riflettere sulla loro
situazione, mentre che i poveri debbono ringraziare per la loro povertà: “Vedi
allora come di non poca utilità sia il fatto che egli si sia qui rifugiato, per
i ricchi e per i poveri, per i miseri e per gli illustri...”.
Επιπλέον
ο Ιωάννης Χρυσόστομος στην ομιλία του μιλά για το πώς το παράδειγμα του
Ευτρόπιου πρέπει να υποκινεί τους πλούσιους και τους δυνατούς του κόσμου να
ξανασκέπτονται και να μελετούν την κατάστασή τους. Στη παράγραφο 3 προσπαθεί να
μεταστρέψει την καρδιά του λαού, η οποία είναι γεμάτη εκδίκηση. Στην παράγραφο
4 θίγει άμεσα το θέμα της ματαιότητας του πλούτου, και σχολιάζει ακόμα ένα
κείμενο της Αγίας Γραφής Ης. 40, 6 και Ψαλμοί 10, 1 και 36, 2: «Κάθε θνητός είναι σαν άχυρο, και κάθε
ανθρώπινη δόξα είναι σαν τον ανθό του
άχυρου, το άχυρο ξεραίνεται και το άνθος μαραίνεται και πεθαίνει. Σαν άχυρο θα
ξεραθούν γρήγορα, και σαν χορτάρι γρήγορα θα πεθάνουν. Σαν καπνός είναι οι
μέρες τους…» Η πρόταση, την οποία κάνει ο Χρυσόστομος είναι καθαρή, και
σήμερα ενδέχεται να μας εντυπωσιάζει λίγο: οι πλούσιοι πρέπει να ξανασκεφτούν
και να μελετήσουν την κατάστασή τους, ενώ οι φτωχοί οφείλουν να είναι
ευγνώμονες για τη φτώχεια τους: «Βλέπε
λοιπόν ότι δεν είναι μικρή η ωφέλεια το γεγονός ότι αυτός κατέφυγε εδώ, δεν είναι
μικρή ωφέλεια για τους πλούσιους και για τους φτωχούς, για τους δυστυχισμένους
και για τους ενδόξους…»
Quarto. Dopo di
questo, Giovanni è convinto che ha raggiunto il suo scopo: ha placcato la
voglia di vendetta e, di più, può spingere il popolo a chiedere all’imperatore
il perdono per Eutropio. Qui troviamo uno dei brani più belli e più profondi
del testo: “Non ho veramente mitigato il vostro turbamento, scacciata la
vostra ira, vinto il vostro odio; non vi ho ispirato sentimenti di pietà? Certo
lo credo e lo mostrano chiaramente i vostri volti e le vostre lacrime commosse!
Ora la pietra che era nei vostri cuori è divenuta terra fertile e feconda, e vi
germoglia il frutto della pietà mostrando il fiore rigoglioso della compassione”.
Bella la immagine del Crisostomo tra il cuore indurito -la pietra dei vostri
cuori ha detto-, e il cuore portato a pietà, diventato terra fertile.
Τέταρτο. Μετά από όλα αυτά, ο Ιωάννης είναι πεπεισμένος
ότι πέτυχε στο σκοπό του: γαλήνεψε την ορμή για εκδίκηση και επιπλέον μπορεί να
εξωθήσει τον λαό να ζητήσει από τον αυτοκράτορα τη συγνώμη για τον Ευτρόπιο.
Εδώ βρίσκουμε ένα από τα ωραιότερα και βαθύτερα εδάφια του κειμένου: «Μήπως δεν μετρίασα την ταραχή σας; Μήπως δεν
έσβησα την οργή σας; Δεν νίκησα το μίσος σας; Δεν σας ενέπνευσα αισθήματα
ευσπλαχνίας; Ασφαλώς τα πιστεύω όλα αυτά, και το δείχνουν καθαρά οι μορφές σας,
και τα δάκρυα της συγκίνησης σας! Τώρα η πέτρα που ήταν στην καρδιά σας, έγινε
εύφορη και γόνιμη γη, όπου φυτρώνει ο καρπός της ευσπλαχνίας, το φουντωτό άνθος
της συμπόνιας σας». Είναι ωραία αυτή η εικόνα με την οποία ο Χρυσόστομος
συγκρίνει τη σκληρή καρδιά με την άσπλαχνη πέτρα, η οποία πέτρα μεταβλήθηκε σε
γόνιμη γη.
Come
conclusione dell’omelia, Giovanni Crisostomo spinge il popolo ad un vero
perdono, ad un vero perdono cristiano: “Ma diamo anche noi il nostro
contributo, per quel che è in nostro potere! Di qual perdono mai vorreste
essere degni se, dimentico l’imperatore delle offese patite, voi soli, senza
aver nulla patito, restate saldi nella vostra ira? Come mai voi... potrete
ancora accostarvi ai sacramenti, come potrete ancora recitare quella preghiera,
che ci comanda di dire: rimetti a noi i nostri debiti, come noi li
rimettiamo ai nostri debitori, se ora qui chiedete la pena per il vostro
debitore? ...non è questo il momento di giudicare in tribunale, ma di avere
compassione, non di castighi, ma di carità, non di investigare, ma di
perdonare...”. Per Giovanni Crisostomo, il perdono offerto da parte nostra
è pegno del perdono che riceviamo da Dio.
Ως συμπέρασμα της ομιλίας του ο Ιωάννης Χρυσόστομος
προτρέπει τον λαό σε μία αληθινή συγνώμη, σε μια αληθινή χριστιανική άφεση: «Ας δώσουμε και εμείς την συμβολή μας, όσο
μας είναι δυνατό! Για ποια συγνώμη θα θέλατε να είστε άξιοι όλοι εσείς,
(εξαιρώντας τον αυτοκράτορα, για τις προσβολές που υπέστη), όλοι εσείς οι
οποίοι χωρίς να πάθετε τίποτα, μένετε ακλόνητοι στην οργή σας; Πως θα
μπορούσατε ακόμα να πλησιάζετε στα ιερά μυστήρια, πως θα μπορούσατε ακόμα να
απαγγέλετε στην προσευχή εκείνη η οποία μας διατάζει να λέμε: «άφες ημίν τα
ωφελήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοι οφειλέταις ημών», αν τώρα ζητάτε την
τιμωρία του οφειλέτη σας; …. Τώρα δεν είναι η στιγμή για να δικάζετε στο
δικαστήριο, είναι η στιγμή της συμπόνιας, όχι της τιμωρίας, αλλά της αγάπης,
όχι της εξετάσεως, αλλά της αφέσεως…» Για τον Ιωάννη Χρυσόστομο η συγνώμη
που προσφέρουμε εμείς είναι εγγύηση της συγνώμης που λαβαίνουμε από τον Θεό.
All’inizio
vi dicevo che non volevo né fare una lezione di patrologia né una
considerazione sulla caducità dei beni terrestri, ma presentarvi come un autore
del quarto e inizio del quinto secolo fa un’omelia, e questo perché credo -ne
sono convinto- che l’omelia è qualcosa di importante nella liturgia, non dico centrale
ma si importante, qualcosa che nasce dalla lettura della Parola di Dio
ed è in vista all’utilità dei fedeli. Da buon antiocheno, per Giovanni
Crisostomo sempre la Sacra Scrittura viene letta in vista ad una utilità dei
fedeli.
Στην αρχή σας είπα ότι δεν ήθελα να σας κάνω ένα μάθημα
πατρολογίας, ούτε ένα στοχασμό για την ματαιότητα των επίγειων αγαθών, αλλά να
σας παρουσιάσω με ποιο τρόπο ένας ιεροκήρυκας του τετάρτου και αρχής του
πέμπτου αιώνα κάνει μία ομιλία και αυτό γιατί πιστεύω (είμαι απόλυτα
πεπεισμένος), ότι η ομιλία είναι κάτι το σπουδαίο στη Θεία Λειτουργία, δεν λέω ότι είναι επίκεντρο
αλλά κάτι το σπουδαίο το οποίο γεννιέται από την ανάγνωση του Λόγου του Θεού
και αποβλέπει στην ωφέλεια των πιστών. Ως αυθεντικός άνθρωπος της Αντιόχειας ο
Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί πάντοτε την Αγία Γραφή ως διαβαζόμενη για την
ωφέλεια των πιστών.
Conclusioni.
-L’omelia
è fatta sempre in vista a un beneficio, a una utilità dei fedeli.
-L’omelia
e radicata sempre su di un brano della Sacra Scrittura, sia per una festa
liturgica, sia per un fatto concreto della comunità cristiana, ed è il caso
dell’omelia a favore di Eutropio.
-L’omelia
deve attirare alla vera vita di fede del popolo cristiano. Giovanni mette il
suo popolo di fronte ai veri doveri cristiani: il perdono e la misericordia.
Il vero splendore, la vera bellezza dell’altare, della Chiesa, è il suo
perdono, la sua clemenza, il suo grembo aperto -in una altra omelia Giovanni
Crisostomo parlerà dei poveri, dei bisognosi come dei veri vasi sacri della
Chiesa.
-L’omelia
per Eutropio è breve, ma chiara, precisa, cioè organizzata: un inizio -una captatio
benevolentiae-, lo svolgimento di un tema -nel nostro caso la caducità e
vanità della gloria e le ricchezze umane- e una conclusione.
Συμπεράσματα
Η ομιλία γίνεται πάντοτε για την ωφέλεια, για τη βοήθεια
των πιστών.
Η ομιλία είναι πάντοτε ριζωμένη σε ένα κείμενο της Αγίας Γραφής,
τόσο για μία λειτουργική γιορτή, όσο και για ένα συγκεκριμένο γεγονός της
χριστιανικής κοινότητας, όπως στην περίπτωση της ομιλίας υπέρ του Ευτρόπιου.
Η ομιλία πρέπει να προσελκύει στην αληθινή ζωή πίστεως
του χριστιανικού λαού. Ο Χρυσόστομος βάζει τον λαό του μπροστά στα αληθινά
χριστιανικά του καθήκοντα: τη συγνώμη και την ευσπλαχνία. Η αληθινή λάμψη, η
αληθινή ωραιότητα του ιερού βήματος, της Εκκλησίας, είναι η συγνώμη η επιείκειά
της, το ανοιχτό σπλάχνο της. Σε μία άλλη ομιλία του ο Ιωάννης Χρυσόστομος θα
μιλήσει για τους φτωχούς, για όσους βρίσκονται σε ανάγκη, παρουσιάζοντάς τους
ως ιερά δοχεία της Εκκλησίας.
Η ομιλία για τον Ευτρόπιο είναι σύντομη, αλλά καθαρή,
ακριβή, δηλαδή καλά οργανωμένη: με μία αρχή (μια captatio benevolentiae,
δηλαδή προσέλκυση της προσοχής), την ανάπτυξη του θέματος (στην περίπτωσή μας
το θέμα είναι η ματαιότητα της δόξας και του ανθρώπινου πλούτου) και ένα
συμπέρασμα.
Quindi
l’omelia nelle nostre celebrazioni è importante. Deve essere utile.
A patire sempre dalla Sacra Scrittura
nelle letture domenicali o nelle letture di una grande festa o una festa di un
Santo.
Omelia per una festa di un Santo
certamente, ma a partire dalle letture fatte, nell’Apostolo o nel Vangelo.
Omelia che può commentare sia
l’Apostolo sia il Vangelo.
Chi fa l’omelia? Nella tradizione
bizantina soltanto il vescovo e il sacerdote. Nella tradizione latina anche il
diacono può fare l’omelia.
Quando si fa l’omelia. Sono del parere
di farla sempre dopo le letture della Parola di Dio, dopo il Vangelo. Per fare
il collegamento che lo stesso Giovanni Crisostomo ci faceva fare tra lettura
della Parola e la sua utilità per il popolo fedele.
Επομένως η ομιλία στις ιερουργίες μας είναι σπουδαία.
Πρέπει να είναι χρήσιμη.
Η ομιλία ξεκινά πάντοτε από την Αγία Γραφή, από τα
βιβλικά αναγνώσματα της Κυριακής, ή μίας μεγάλης γιορτής ή της γιορτής ενός
Αγίου.
Η ομιλία στη γιορτή ενός Αγίου πρέπει και αυτή να ξεκινά
από τα βιβλικά αναγνώσματα από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο.
Η ομιλία αυτή μπορεί να σχολιάζει είτε τον Απόστολο είτε
το Ευαγγέλιο.
Ποιος κάνει την ομιλία; Στην βυζαντινή παράδοση ο
επίσκοπος και ο ιερέας. Στην λατινική παράδοση την ομιλία μπορεί να την κάνει
και ο διάκονος.
Πότε γίνεται η ομιλία; Έχω τη γνώμη ότι πρέπει να γίνεται
πάντοτε μετά την ανάγνωση του Λόγου του Θεού μετά το Ευαγγέλιο. Για να κάνουμε
τη σύνδεση, την οποία ο ίδιος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας έκανε ανάμεσα στην
ανάγνωση του Λόγου του Θεού και την
ωφέλεια του χριστιανικού λαού.
Oggi nei
nostri giorni, è ormai impensabile di fare una omelia che superi un lungo
spazio di tempo. Molto di meno di fare la prassi del Crisostomo o di Agostino,
di predicare mattina e pomeriggio. Ma ritengo importante di farlo sempre, per
aiutare i fedeli, per aiutarci noi stessi ad accogliere e a far nostra la
Parola ascoltata. Non dimenticando mai, lo dico ai sacerdoti e a me stesso, che
quello che predichiamo agli altri, lo predichiamo a noi stessi per primo.
Σήμερα, στις μέρες μας, είναι πια αδιανόητο να γίνεται
μια ομιλία, η οποία να ξεπερνά μία μακρινή χρονική περίοδο. Ακόμα περισσότερο
αδιανόητη είναι η πράξη του Χρυσόστομου και του Αυγουστίνου, να κηρύττει ο
ιεροκήρυκας πρωί και βράδυ.
Θεωρώ όμως σπουδαίο να κηρύττουμε πάντοτε για να βοηθούμε
τους πιστούς, και να βοηθούμε τον ίδιο τον εαυτό μας να δέχεται τον Λόγο του
Θεού. Ας μη λησμονούμε ποτέ, και το λέω αυτό στους ιερείς και σε μένα τον ίδιο,
ότι αυτό που κηρύττουμε στους άλλους, το κηρύττουμε πρώτα στον ίδιο τον εαυτό
μας.
Nessun commento:
Posta un commento