venerdì 10 agosto 2018


La festa della Dormizione della Madre di Dio nella tradizione bizantina.
Celebriamo colei che è trono del Re
Tutte le liturgie delle Chiese cristiane hanno un senso catechetico e mistagogico molto chiaro. E questo lo vediamo sottolineato chiaramente nelle liturgie dell'Oriente cristiano: la liturgia è un maestro nella fede dei fedeli, essa è impregnata di elementi che gli istruiscono nelle verità della fede. In modo particolare questa mistagogia, questa catechesi attraverso la liturgia, la troviamo nelle celebrazioni della Madre di Dio, di Colei che accolse nel suo grembo il Verbo eterno di Dio. La presenza della Madre di Dio scandisce i diversi momenti dell’anno liturgico delle Chiese di tradizione bizantina: la prima grande festa nel ciclo liturgico è quella dell’8 settembre cioè la Nascita della Madre di Dio, e si chiude con la festa del 15 agosto, la Dormizione della Madre di Dio. Tutto il mistero di Cristo che si celebra lungo l’anno liturgico ha inizio con la nascita di Maria, e si conclude con il suo transito e la sua piena glorificazione. L’Oriente cristiano, fin dall’inizio, ha contemplato Maria sempre inscindibilmente inserita nel mistero del Verbo incarnato. Le Chiese di Oriente, rivolgendosi alla Madre di Dio, sanno di rivolgersi a colei che intercede presso il suo Figlio. La festa del 15 agosto, che nei libri liturgici bizantini porta il titolo di “Dormizione” della Madre di Dio, ne celebra il transito e la piena glorificazione inquadrandoli nel mistero pasquale di Cristo stesso; essa è una delle feste anche più popolari tra i fedeli. Infatti, è preceduta dalla cosiddetta “piccola Quaresima della Madre di Dio”, un periodo di preghiera e di digiuno che inizia il primo agosto; in queste due settimane di sera si celebra l’ufficiatura della Paraclisis (parola greca che significa “supplica”, “invocazione”, “consolazione”), ed è un’ufficiatura molto popolare ed amata dai fedeli.
        La versione più arcaica della Paraclisis rissale al IX secolo, ed ha una struttura simile a quella del mattutino: la benedizione e le preghiere iniziali, la recita di due salmi: il 142 ed il 50, ed il canto delle nove odi della Paraclisis. Ognuno dei tropari delle odi inizia con l’invocazione: “Santissima Madre di Dio, salvaci”; cioè Maria, generando il Verbo di Dio incarnato, da lui ci porta la salvezza. Dopo l’ode sesta c’è la proclamazione del Vangelo nella pericope della visitazione di Maria a Elisabetta. Dopo la terza e la sesta ode e alla fine della celebrazione, il sacerdote canta diverse litanie in cui fa memoria di tutta la Chiesa e specialmente di coloro per cui si prega in modo speciale.
    Il testo delle odi è un’intrecciatura di invocazioni alla Madre di Dio e a Colui che lei ha generato, Cristo. Tutto il testo è percorso dalle affermazioni della incarnazione del Verbo, della divina maternità di Maria e quindi della sua potente intercessione: “Ti prego, o Vergine, dissipa il turbamento della mia ani­ma… tu infatti, o sposa di Dio, hai generato il Cristo, l’autore della se­rena quiete, o sola tutta immacolata”. I titoli con cui Maria viene invocata sono legati sempre alla sua divina maternità: “Madre di Dio”, “Vergine”, “Madre del Verbo incarnato”, “Madre divina”; oppure altri titoli legati alla sua funzione, al suo posto, nel mistero della redenzione: “Potente interceditrice, baluardo inespugnabile, fervida avvocata, fonte di misericordia, causa di letizia, fonte di incorruttibilità, “torre di sicurezza”. Il rapporto stretto tra Cristo e Maria viene sottolineato in diverse delle strofe con il legame tra il dono, la grazia fatta da Maria e la fonte da cui il dono scaturisce, cioè Cristo stesso: “…metti la pace nella mia anima, o Vergine, con la pace serena del tuo Figlio e Dio… guariscimi, o Madre di Dio, tu che sei buona ed hai partorito il Buono”. E in una delle strofe della terza ode troviamo tutto un gioco con i termini: benefattore, bene, beneficio; Maria generando il Benefattore, ne assicura i benefici per tutti coloro che a lei si affidano: “Tu che hai partorito il benefattore, la causa di tutti i beni, fa’ scaturire per tutti la ricchezza dei suoi be­nefici… perché hai generato il Cristo, che è potente nella sua forza…”. Ben diverse volte nel testo Maria è invocata col titolo di “sposa di Dio”, collegato sempre a Colui che lei come sposa e madre genera, il Verbo incarnato. Lei salva dalle onde delle passioni perché partorisce il “nocchiero” della nave della Chiesa stessa; lei è fonte di compassione perché genera Colui che è compassionevole: Tu che hai partorito il nocchiero, il Signore, placa il tumulto delle mie passioni e le violente ondate delle mie cadute, o sposa di Dio… Concedi, a me che ti invoco, l’abisso della tua amorosa compassione, tu che hai partorito il compas­sio­nevole…”. La verginità di Maria è cantata quasi come fertile dei doni per coloro che la invocano: Non trascurare, o Vergine, quanti chiedono il tuo        aiuto… o Vergine, tu riversi l’abbondanza delle guarigioni su quanti con fede ti celebrano, o Vergine… Tu guarisci le infermità della mia anima o Vergine…, tu allontani gli assalti delle tentazioni, o Vergine…”.
        A conclusione della celebrazione, troviamo un ultimo tropario che collega il canto della Paraclisis alla festa della Dormizione il giorno 15 agosto: “Apostoli, qui radunàti dai confini della terra, nel podere del Getsemani seppellite il mio cor­po. E tu, mio Figlio e Dio, accogli il mio spiri­to. Dolcezza degli angeli, gioia dei tribolati, prote­zione dei cristiani, o Vergine, Madre del Signore, vieni in mio soccorso e dai tormenti eterni scampa­mi. Ho te quale mediatrice presso il Dio amico degli uomi­ni: che egli non mi accusi per le mie azioni davan­ti agli angeli; ti supplico, o Vergine, vieni presto in mio aiuto. Torre tutta intrecciata d’oro e città dalle dodici mura, trono che stilli sole, seggio del Re, incompren­si­bile prodigio! Come puoi allattare il Sovra­no?”       

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Γιορτάζουμε εκείνη η οποία είναι ο θρόνος του Βασιλέα

            Όλες οι θείες λατρείες των χριστιανικών Εκκλησιών έχουν ένα πολύ καθαρό κατηχητικό και μυσταγωγικό νόημα. Και αυτό το βλέπουμε καθαρά υπογραμμισμένο στις θείες λατρείες της χριστιανικής ανατολής: η θεία λατρεία είναι ένας διδάσκαλος στη πίστη των πιστών και είναι ποτισμένη από στοιχεία τα οποία μας εκπαιδεύουν στις αλήθειες της πίστεως. Αυτή τη μυσταγωγία, αυτήν την κατήχηση διαμέσου της θείας λατρείας τη βρίσκουμε με ιδιαίτερο τρόπο στις ιεροτελεστίες προς τιμή της Μητέρας του Θεού, Εκείνης η οποία υποδέχθηκε στα σπλάχνα της τον αιώνιο Λόγο του. Η παρουσία της Μητέρας του Θεού κάνει να λάμπουν τις διάφορες στιγμές του λειτουργικού έτους των Εκκλησιών βυζαντινής παραδόσεως: η πρώτη μεγάλη γιορτή του λειτουργικού κύκλου είναι η γιορτή της  8ης Σεπτεμβρίου δηλαδή το Γενέθλιο της Θεοτόκου, και κλείνει με τη γιορτή της 15ης Αυγούστου, την Κοίμηση της Θεοτόκου.
            Όλο το μυστήριο του Χριστού, το οποίο γιορτάζουμε μέσα στο λειτουργικό έτος. Αρχίζει με τη γέννηση της Μαρίας, και καταλήγει με την μετάστασή της, με την πλήρη δοξολόγησή της. Η χριστιανική Ανατολή από μίας αρχής θεώρησε πάντοτε την Μαρία αδιαχώριστη από το μυστήριο του ενσαρκωμένου Λόγου. Οι Εκκλησίες της Ανατολής στρεφόμενες προς τη Μητέρα του Θεού, ξέρουν ότι στρέφονται προς εκείνη η οποία μεσιτεύει προς τον Υιό της. Η γιορτή της 15ης Αυγούστου, η οποία στα βυζαντινά λειτουργικά βιβλία φέρνει τον τίτλο της «Κοιμήσεως» της Θεοτόκου, γιορτάζει τη μετάβασή της και την πλήρη δοξολόγησή της μέσα στο ίδιο το πασχαλινό μυστήριο του Χριστού: αυτή αποτελεί μία από τις πιο λαοφιλέστερες γιορτές όλων των πιστών. Πραγματικά, η γιορτή προετοιμάζεται από τη λεγόμενη «μικρή Τεσσαρακοστή της Θεοτόκου», η οποία είναι μία περίοδος προσευχής και νηστείας, που αρχίζει  από την πρώτη Αυγούστου: κατά τις δύο αυτές εβδομάδες το βράδυ   τελείται η ακολουθία της Παρακλήσεως (μία ελληνική λέξη που σημαίνει «ικεσία», «επίκληση», «παρηγοριά»), και είναι μία ακολουθία την οποία αγαπούν και στην οποία συμμετέχουν πολύ οι πιστοί.
            Η παλαιότερη σύνταξη της Παρακλήσεως ανέρχεται στον ένατο αιώνα, η σύνθεσή της μοιάζει με τη σύνθεση του όρθρου: αρχίζει με την ευλογία και τις αρχικές προσευχές συνεχίζει με την απαγγελία των δύο ψαλμών (142 και 50) και προχωρεί ψάλλοντας τις εννιά ωδές της Παρακλήσεως. Το κάθε τροπάριο των ωδών αρχίζει με τον στίχο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», δηλαδή,  ω Μαρία , γεννώντας το Λόγο του Θεού, διαμέσου Αυτού, φέρε μας τη σωτηρία. Μετά από την έκτη ωδή, ψέλνεται το Ευαγγέλιο, η περικοπής της επισκέψεως της Μαρίας στην Αγία Ελισάβετ. Μετά από την Τρίτη και την έκτη ωδή, και στο τέλος της ακολουθίας, ο ιερέας ψέλνει διάφορες αιτήσεις στις οποίες γίνεται αναφορά για όλη την Εκκλησία, προπάντων εκείνων για τους οποίους προσευχόμαστε ιδιαίτερα.
            Το κείμενο των ωδών είναι μία σύνθεση επικλήσεων προς την Μητέρα του Θεού και προς Εκείνον τον οποίο Αυτή γέννησε, τον Ιησού Χριστό. Όλο το κείμενο είναι εμποτισμένο από τη διαβεβαίωση της ενσαρκώσεως του Λόγου, από τη θεία μητρότητα της Μαρίας, επομένως και από τη δυνατή μεσιτεία της: «Σε ικετεύω, Παρθένε, διέλυσε τη ταραχή της ψυχής μου… Πραγματικά,  εσύ ω Θεόνυμφε, γέννησες τον Χριστό, τον δημιουργό της γαλήνης εσύ η μόνη πανάσπιλη».
Οι τίτλοι με τους οποίους επικαλούμαστε την Αειπάρθενο Μαρία συνδέονται πάντοτε με την θεία μητρότητα της: «Θεοτόκε» «Μητέρα του Θεού», «Αειπάρθενε», «Μητέρα του Ενσαρκωμένου Λόγου», «Θεία Μητέρα», ή επίσης άλλοι τίτλοι οφειλόμενοι στον ρόλο της, στη θέση της, στο μυστήριο της λυτρώσεως: «Δυνατή μεσίτρια, οχύρωμα απόρθητο, δικηγόρος θερμή, πηγή ευσπλαχνίας, χαράς αιτία, πηγή αφθαρσίας, πύργε ασφαλείας. Η στενή σχέση μεταξύ του Χριστού και της Μαρίας υπογραμμίζεται σε διάφορες στροφές με τον σύνδεσμο, μεταξύ του δώρου, της χάριτος που έγινε από την Μαρία και την πηγή από την οποία το δώρο αναβλύζει, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό: «δώσε την ειρήνη στην ψυχή μου, ω Παρθένε, με την γαλήνια ειρήνη του Υιού σου, και Θεού θεράπευσέ με, ω Μητέρα του Θεού εσύ η οποία είσαι καλή και γέννησες τον Καλό». Και σε μία από τις στροφές της τρίτης ωδής βρίσκουμε ένα ολόκληρο παιχνίδι με τις λέξεις: ευεργέτης, καλό ευεργέτημα: η Μαρία γεννώντας τον Ευεργέτη εξασφαλίζει το ευεργέτημα για όλους όσοι εμπιστεύονται σ’ αυτήν:
«Ευεργέτην τεκούσα, τόν των καλών αίτιον, τής ευεργεσίας τόν πλούτον, πάσιν ανάβλυσον, πάντα γάρ δύνασαι, ώς δυνατόν εν ισχύϊ, τόν Χριστόν κυήσασα, θεομακάριστε».
Πολλές άλλες φορές μέσα στο κείμενο απευθύνουμε στην Μαρία τον τίτλο της «νύμφης του Θεού», τίτλο ο οποίος συνδέεται πάντοτε με Εκείνον που η Μαρία, ως νύμφη και μητέρα γεννά, δηλαδή τον ενσαρκωμένο Λόγο. Αυτή σώζει από τα κύματα των παθών, γιατί γεννά τον «κυβερνήτη» του πλοίου, της ίδιας της Εκκλησίας αυτή είναι η πηγή της ευσπλαχνίας, γιατί γεννά Εκείνον που είναι πολυεύσπλαχνος:
«Tών παθών μου τόν τάραχον, η τόν κυβερνήτην τεκούσα Κύριον και τόν κλύδωνα κατεύνασον των εμών πταισμάτων, θεονύμφευτε. Ευσπλαγχνίας την άβυσσον επικαλουμένω τής σής παράσχου μοι, η τόν εύσπλαγχνον κυήσασα και σωτήρα πάντων των υμνούντων σε».
               Η παρθενία της Μαρίας εξυμνείται ως γόνιμη πηγή των δώρων για όσους την επικαλούνται:
«Τους βοηθείας τής παρά σού δεομένους μή παρίδης, παρθένε, υμνούντας και υπερυψούντάς σε, κόρη, εις αιώνας».
Των ιαμάτων τό δαψιλές επιχέεις, τοίς πιστώς υμνούσί σε, παρθένε και υπερυψούσι τόν άφραστόν σου τόκον.
Τάς ασθενείας μου τής ψυχής ιατρεύεις και σαρκός τάς οδύνας, παρθένε, ίνα σέ δοξάζω την κεχαριτωμένην.
Των πειρασμών σύ τάς προσβολάς εκδιώκεις και παθών τάς εφόδους, παρθένε, όθεν σε υμνούμεν εις πάντας τους αιώνας.

            Στο συμπέρασμα της ακολουθίας βρίσκουμε ένα τελευταίο τροπάριο το οποίο συνδέει την Παράκληση με τη γιορτή της Κοιμήσεως στις 15 Αυγούστου:

Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα.
Ὁ γλυκασμὸς τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων ἡ χαρά, χριστιανῶν ἡ προστάτις, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου, ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων.
Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει.
Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ Βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν Δεσπότην.