ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
3 ΜΑΪΟΥ 2020
Πραξ. 6, 1-7; Μκ. 15 43-16,8
Χριστός Ανέστη!
Πολυαγαπημένα
μου αδέλφια, η Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας συναθροίζει και πάλι
αυτήν την Κυριακή για να ψάλουμε τη δοξολογία του, για να Τον ευχαριστήσουμε
για να ακούσουμε τον Λόγο Του, για να τελέσουμε τα Ιερά Του Μυστήρια.
Στα
βιβλικά αναγνώσματα μας προτάθηκαν δύο περικοπές: μία από τις Πράξεις των
Αποστόλων, όπου περιγράφεται η εκλογή των επτά διακόνων της χριστιανικής
κοινότητας, της Εκκλησίας, οι οποίοι με τη διακονία τους (δηλαδή: με την
εξυπηρέτησή τους), γίνονται διαχειριστές της αγάπης μεταξύ των χριστιανών.
Έπειτα την περικοπή του κατά Μάρκον Ευαγγελίου, η οποία μας παρουσιάζει τη
μορφή του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας του «ευσχήμονα Ιωσήφ», ο οποίος φροντίζει
για τον ενταφιασμό του σώματος του Ιησού, και τις μορφές των μυροφόρων γυναικών,
οι οποίες την Κυριακή σπεύδουν να αρωματίσουν το σώμα του Ιησού.
Από τη
μία πλευρά ο Ιωσήφ τολμά να παρουσιαστεί στον Πιλάτο, και να ζητήσει το σώμα
του Σταυρωμένου, το σώμα Εκείνου που είχε περιφρονηθεί, συκοφαντηθεί, προδοθεί,
εγκαταλειφτεί… και ο Ιωσήφ φροντίζει να αποκαθηλωθεί από τον Σταυρό, να
απομακρυνθεί από την εξαθλίωση να τυλιχθεί σε μία νεκρική σινδόνα, να τεθεί σε
ένα καινούργιο τάφο σκαμμένο στον βράχο, και να κυλιστεί μία πέτρα για να
σφραγισθεί ο τάφος.
Από
την άλλη πλευρά έχουμε την Μαρία τη Μαγδαληνή και τις άλλες γυναίκες οι οποίες
νωρίς το πρωί της Κυριακής πηγαίνουν στο μνήμα, για να αρωματίσουν το σώμα του
Ιησού, και εκεί ανακαλύπτουν ότι η πέτρα έχει μεταφερθεί και ο τάφος ήταν
άδειος, όπου με τον τρόπο αυτό έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του πρώτου αγγέλματος
της Αναστάσεως. Για να δουν την Ανάσταση οι μυροφόρες γυναίκες χρειάστηκε να
επιστρέψουν στο μνήμα, δηλαδή να μην λησμονήσουν την εμπειρία της εγκατάλειψης,
του θανάτου του Κυρίου τους, να επιστρέψουν πάλι εκεί. Και ποια είναι η μαρτυρία
που ανακαλύπτουν εκεί αυτές οι γυναίκες; Η μαρτυρία η οποία οι ίδιες
διαπιστώνουν για την Ανάσταση του Κυρίου; Απλούστατα, είναι ο άδειος τάφος.
Αυτός που έχει ενταφιασθεί δεν ήταν πια εκεί, ούτε θα ξαναβρεθεί πια εκεί μέσα.
Ενώ στην ανάσταση του Λαζάρου (θυμηθείτε την αγιογραφία του), ο ίδιος ο Λάζαρος
βγαίνει φασκιωμένος από τον τάφο, υποδείχνοντας έτσι ότι παραμένει πάντοτε στην
κατάσταση των θνητών, στην περίπτωση του Ιησού ο τάφος μένει άδειος,
υποδείχνοντας ότι Αυτός που είχε ενταφιασθεί είχε βγει από τον τάφο οριστικά
νικητής του θανάτου.
Από
το σημερινό ευαγγέλιο θέλω να υπογραμμίσω δύο όψεις. Πρώτα ότι το ευαγγέλιο δεν
είναι μία τυχαία διήγηση γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους, αντίθετα είναι
μία κατήχηση γύρω από το μοναδικό μυστήριο της Ενσάρκωσης του Πάθους, του
Θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Η
ευαγγελική περικοπή την οποία ακούσαμε μας θυμίζει μία άλλη περικοπή από την
αρχή του Ευαγγελίου: θυμηθείτε: μία βραδιά ο Ιησούς γεννήθηκε, έγινε
άνθρωπος σχεδόν μόνος του, δίπλα του
είναι μονάχα η Μαρία η Θεοτόκος (εικόνα της Εκκλησίας η οποία μέσα στη σιωπή
μελετά το μυστήριο), και ο Ιωσήφ ο μνήστορας (εικόνα της εύθραυστης και φτωχής
ανθρωπότητας η οποία βρίσκεται εκεί παρούσα μέσα στην αμφιβολία). Μία άλλη
βραδιά ο Ιησούς πεθαίνει έξω από τα τείχη της πόλης, αποκαθηλωμένος από τον
Σταυρό στην αγκαλιά της Μαρίας (της Εκκλησίας η οποία μελετά ακόμα με πιστότητα
το ίδιο μυστήριο), τυλιγμένος με ένα σεντόνι από τον Ιωσήφ τον από
Αριμαθαίας (εικόνα της ανθρωπότητας η
οποία, ακόμα μέσα στην αμφιβολία, του προσφέρει αυτό που μπορεί να του
προσφέρει. Στη Βηθλεέμ ο Ιησούς μέσα στη μικρότητα και στη σιωπή ενός βρέφους,
φανερώνει τη θεϊκή και την ανθρώπινη ταυτότητά του, στην Ιερουσαλήμ μέσα στη
σιωπή και στην εξουθένωση του σταυρωμένου, ο Ιησούς φανερώνει και πάλι την
θεϊκή και ανθρώπινη ταυτότητά του μέσα στο δώρο του Πνεύματος της Εκκλησίας
Του. Μία βραδιά ο Ιησούς σπαργανώνεται και τοποθετείται σε μία φάτνη, μία άλλη
βραδιά ο Ιησούς σπαργανώνεται και πάλι και τοποθετείται σε έναν τάφο. Στη
Βηθλεέμ οι ποιμένες λαβαίνουν το χαρμόσυνο άγγελμα, βλέπουν το βρέφος και
διακηρύττουν τη δόξα του Θεού, στην Ιερουσαλήμ οι μυροφόρες γυναίκες σπεύδουν
στον τάφο, και εκεί λαβαίνουν το χαρμόσυνο άγγελμα, βλέπουν όχι ένα νεκρό,
σπαργανωμένο και τοποθετημένο στον τάφο, αλλά έναν τάφο άδειο, από τον οποίο
αναβλύζει η νέα ζωή, και διακηρύττουν τη δόξα του Θεού.
Το
δεύτερο σημείο είναι τόσο ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας όσο και οι μυροφόρες
γυναίκες πλησιάζουν στο νεκρό σώμα του Χριστού για να το φροντίσουν. Να
φροντίσουν το σώμα του Ιησού σημαίνει γι’ αυτές να μην το αφήσουν κρεμασμένο
στην ατιμία της σταύρωσης, να εξασφαλίσουν τον ενταφιασμό του, να μεριμνήσουν
για τον αρωματισμό του. Στη ζωή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός αναστημένος,
συνεχίζει να είναι παρών, και να μας παρουσιάζει το σώμα του όχι ως νεκρό αλλά
ως ζωντανό και ως πηγή ζωής για όλους εμάς, και αυτό το πράττει διαμέσου του
Λόγου του, διαμέσου των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας, αλλά και διαμέσου των
αδελφών μας, των συνανθρώπων μας, που βρίσκονται δίπλα μας, συνοδοιπόροι μας ως
χριστιανοί.
Επομένως
ο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας, η Μαρία Μαγδαληνή, ο καθένας από εμάς καλείται να
είναι μάρτυρας του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου μας, να σπεύδει προς
τον τάφο για να τον ανακαλύψει άδειο από
τον θάνατο, και αναβλύζοντα από νέα ζωή για την Εκκλησία και για τους
ανθρώπους.
Και
εμείς όλοι μετά τις εβδομάδες της πανδημίας και του πόνου, θα επιστρέψουμε στην
εκκλησία μαζί με την Μαρία τη Μαγδαληνή θα επιστρέψουμε στον τάφο του Ιησού, και εκεί θα ανακαλύψουμε
ότι ο τάφος είναι άδειος, αλλά είναι και γεμάτος, η εκκλησία είναι γεμάτη από
τη θεία χάρη, από την σωτηρία, από την αγάπη του Χριστού, ο οποίος ποτέ δεν εγκαταλείπει, ποτέ
δεν αφήνει την Εκκλησία του.
Είθε
αυτός ο Χριστός, με τη μεγάλη του φιλανθρωπία, να μας αξιώνει πάντοτε να ανακαλύπτουμε τη νέα του ζωή, η
οποία έρχεται από το Πάσχα, και να μας αξιώνει να είμαστε μάρτυρες της
Αναστάσεως του, και αγγελιοφόροι ζωής προς τους ανθρώπους, τα αδέλφια μας.
Omelia Domenica delle Mirrofore (3 maggio 2020)
(Atti 6,1-7; Mc 15,43-16,8)
Christos anesti!
Carissimi, la risurrezione
di nostro Signore Gesù Cristo ci raduna di nuovo in questa domenica, per
cantare la sua lode, per ringraziarlo, per ascoltare la sua Parola, per celebrare
i suoi Santi Misteri. Nelle letture bibliche ci sono stati proposti due brani:
quello dagli Atti degli Apostoli dove si descrive l’elezione dei sette diaconi,
i sette servitori della comunità, della Chiesa, che con il loro servizio
diventano dispensatori della carità tra i fedeli cristiani. Poi il brano del
Vangelo di Marco che ci presenta la figura di Giuseppe di Arimatea, il nobile
Giuseppe che ha cura di seppellire il corpo di Gesù, e la figura delle donne
mirofore che la domenica corrono a profumare il corpo di Gesù.
Da una parte Giuseppe osa
presentarsi a Pilato e chiedere il corpo del crocifisso, il corpo di colui che
era stato disprezzato, calunniato, negato, abbandonato... e si cura di calarlo
dalla croce -toglierlo dall’ignominia- avvolgerlo in un lenzuolo funebre,
deporlo in un sepolcro nuovo scavato nella roccia e rotolarvi una pietra a modo
di chiusura. Dall’altra parte Maria di Magdala e le altre donne che la
domenica, presto, vanno al sepolcro per ungere il corpo di Gesù e lì scoprono
la pietra rotolata e il sepolcro vuoto e diventano così testimoni del primo
annuncio della risurrezione. Per vedere la risurrezione esse hanno dovuto
tornare al sepolcro, cioè non dimenticare l’esperienza di abbandono, di morte
che il Signore ha accettato; hanno dovuto tornare al sepolcro. E quale è la
testimonianza che esse scoprono lì -che ad esse è mostrata- della risurrezione
del Signore? Semplicemente il sepolcro vuoto: Colui che vi era stato messo non
c’è più né ci sarà mai più. Mentre nella risurrezione di Lazzaro -ricordatene l’iconografia-
lo stesso Lazzaro esce ancora fasciato dalla tomba ad indicare che lui rimane
sempre nella condizione dei mortali, nel caso di Gesù il sepolcro rimane vuoto
ad indicare che Lui ne è uscito definitivamente vittorioso.
Dal vangelo di oggi vorrei
mettere in luce due aspetti. In primo luogo, il vangelo non è mi una narrazione
casuale di fatti messi uno accanto all’altro, ma è una grande catechesi di
tutto il mistero unico dell’Incarnazione, della Passione, della Morte e della
Risurrezione di nostro Signore Gesù Cristo. Il brano del vangelo che ci è stato
proclamato ci rimanda ad un altro brano iniziale del Vangelo; guardate: una
sera -oppure una notte- Gesù nasce, diventa uomo, quasi da solo; c’è soltanto
Maria, la Madre di Dio -immagine della Chiesa che nel silenzio contempla il
mistero- e Giuseppe -immagine dell’umanità fragile e sprovveduta che si fa
presente nel dubbio. Una altra sera Gesù muore fuori della città, è calato
dalla croce, è accolto da Maria -dalla Chiesa che ne contempla ancora
fedelmente il mistero- è avvolto in un lenzuolo da Giuseppe -dall’umanità che
ancora nel dubbio gli offre quel poco che può offrirgli. A Betlemme Gesù, nella
piccolezza e nel silenzio di un bambino, manifesta la sua realtà divino umana;
a Gerusalemme, nel silenzio e nell’annientamento del crocifisso, Gesù
manifesta di nuovo la sua realtà divino umana nel dono dello Spirito alla sua
Chiesa. Una sera Gesù viene fasciato e deposto in una mangiatoia; un’altra sera
Gesù e di nuovo fasciato e messo in un sepolcro. A Betlemme i pastori ricevono
la buona novella, vedono il bambino e proclamano la gloria di Dio; a
Gerusalemme le donne corrono al sepolcro e lì ricevono la buona novella, vedono
non già un morto fasciato e messo nel sepolcro ma il sepolcro vuoto dal quale
ne scaturisce la vita nuova, e proclamano la gloria di Dio.
In secondo luogo, sia
Giuseppe di Arimatea sia le donne mirofore si avvicinano al corpo di Gesù,
morto, per averne cura. Avere cura del corpo di Gesù significa per loro non
lasciarlo appeso all’ignominia della crocifissione, assicurarne la sepoltura,
curarne la profumazione. Nella vita della Chiesa Cristo Signore, risorto,
continua a farsi presente, a farci presente il suo corpo non già morto ma
vivente e fonte di vita per tutti noi; e lo fa per mezzo della sua Parola, per
mezzo dei sacramenti della Chiesa, per mezzo anche dei fratelli, degli uomini,
messi accanto a noi, con noi nel nostro cammino come cristiani. Giuseppe di
Arimatea, Maria di Magdala, ognuno di noi è chiamato allora ad essere testimone
della morte e della risurrezione del Signore, a correre verso il sepolcro per
scoprirlo vuoto da morte e pieno, sgorgante di vita nuova per la Chiesa e per
gli uomini.
Anche tutti noi, dopo le
settimane di pandemia, di dolore, di sofferenza, torneremo in chiesa, torneremo
come Maria di Magdala al sepolcro di Gesù, e lì scopriremo che il sepolcro è
vuoto, ma che è pieno, la chiesa è piena, dalla grazia, dalla salvezza,
dall’amore di Cristo che mai abbandona, mai lascia la sua Chiesa.
Che lui, nella sua grande
misericordia, ci dia sempre di saper scoprire la sua vita nuova che viene dalla
Pasqua ed esserne testimoni e portatori per gli uomini, nostri fratelli.