Ypapantì del Signore (2 febbraio 2020)
Celebrazione a
Kifissià
(Eb 7,
7-17; Lc 2, 22-40)
Benedetto
il nostro Dio, presentato oggi al tempio per la nostra salvezza, ora e sempre e
nei secoli dei secoli.
Carissimi, celebriamo oggi nella gioia la festa
dell’Ypapantì, dell’incontro del Signore Gesù con l’umanità, nell’adempiere il
precetto legale di essere presentato, come bambino, al Tempio al quarantesimo
giorno della sua nascita.
Celebriamo oggi quel
giorno in cui l’umanità nuova, presente in quel bambino neonato, incontra la
vecchia umanità presente in quei due vegliardi Simeone ed Anna, ambedue
anziani, come il vangelo ce li ha presentati, ma non invecchiati bensì anelanti
della salvezza che doveva venire.
Celebriamo oggi quel bimbo neonato, partorito
dalla Vergine, che è il Verbo eterno di Dio incarnato per noi. E riecheggiando
tanti dei testi liturgici della festa odierna, celebriamo Colui che Mosè vide
nella caligine, colui che è stato annunziato da Davide e ha parlato nei
profeti; celebriamo oggi, nella carne, nella piccolezza, il Figlio che è prima
della stella del mattino; celebriamo Colui che sul monte Sinai aveva dato la
legge e che ora ubbidisce al comando della legge.
La stessa dipartita,
morte, di Simeone, desiderata dal vegliardo, come abbiamo sentito nel Vangelo,
è un annunzio di una buona novella; uno dei tropari mette in bocca di Simeone: ora
lascia che io me ne vada, o Sovrano, per annunziare ad Adamo che ho visto un
neonato, il Dio che è prima dei secoli.
Un unico mistero, quindi, viene proposto oggi
alla nostra considerazione, ci viene dato di celebrare: l’incontro di Dio con
l’uomo.
Il vangelo ci ha
presentato diverse figure, oltre a Cristo stesso che è il centro della narrazione.
Vorrei soffermarmi un attimo nei due vegliardi: Simeone ed Anna che sono, per
noi, dei modelli per la nostra vita cristiana. L’uno e l’altra sono presentati,
nel Vangelo di oggi, in modo molto simile, direi parallelo: ambedue sono
anziani ma, come accennavo prima, non invecchiati, la loro attesa non è più
attecchita nella vita ormai vissuta, ma radicata in una promessa in cui non
hanno lasciato mai di sperare; vecchi saldi, fondati nella speranza.
Di Simeone il vangelo
ci afferma che era giusto e pio, che aspettava la consolazione, che lo Spirito
Santo era su di lui, e questo stesso Spirito gli aveva annunziato che non
morirebbe senza aver visto il Santo di
Dio; Simeone è presentato come “il vivente in attesa di Cristo”.
Di Anna poi il Vangelo
ci dice lo stesso in altro modo: donna data ai digiuni e alla preghiera, pure
lei in attesa. Di ambedue il Vangelo alla fine indica che profetarono alla
presenza di Cristo, del bimbo presentato al tempio. Pii, giusti, soprattutto
aspettanti, diventano, cioè, capaci di parlare sì a Dio, ma soprattutto di Dio;
l’incontro porta loro ad annunziare, a profetizzare la salvezza.
Simeone ed Anna sono
dei modelli, per noi, sono dei testimoni, qualsiasi sia la nostra età, di
uomini di speranza. Il Signore ci viene ogni giorno incontro, e spera di
trovare in noi non delle persone invecchiate nella routine, nel disinteresse,
nell’isolamento, ma degli uomini, giovani o vegliardi, che l’accogliamo nel
profondo del nostro essere o ci lasciamo piuttosto accogliere da Lui.
Se tutti noi, come
Simeone ed Anna, siamo decisi a recarci incessantemente a quest’incontro col
Signore, saremo offerti, ed accolti, nella novità unica del Vangelo. Loro due
sono tipo, immagine, dell’umanità, della nostra umanità invecchiata; essa,
però, è accolta dal Dio vivo che si presenta oggi come un bambino.
Questo è un paradosso,
ma è il paradosso della speranza cristiana. Tante volte in cui ci sembra che
non ce la facciamo più, che pensiamo che tutto sia finito, che non c’è niente
per cui meriti di lottare, in cui si possa sperare, tante volte che ci lasciamo
soprafare dall’invecchiamento dello spirito, è proprio lì che la giovinezza del
nostro Dio ci dà la forza di ricominciare. Con un’unica condizione: che il
nostro desiderio di accoglienza di Lui e di offerta a Lui, non venga mai meno.
Il Signore, Cristo, che è accolto nel Tempio e
che accoglie. Riprendendo il tema che accennavo all’inizio, la festa del 2
febbraio, sottolinea questo doppio aspetto dell’unica accoglienza del mistero
di Dio e nel mistero di Dio. Chiediamo allora, nella speranza che non viene mai
meno, chiediamo al Signore che ci dia di saper accogliere tra le nostre
braccia, nel nostro cuore, il suo vangelo di amore, di misericordia, di
perdono, per essere accolti un giorno da Lui ed essere portati al suo regno,
dove siede alla destra del Padre, con lo Spirito Santo per i secoli. Amin.
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
(Εβρ. 7, 7-17 Λκ.
2, 22-40)
2 Φεβρουαρίου 2020
Ευλογημένος να είναι ο
Θεός μας, ο οποίος παρουσιάστηκε σήμερα στον Ναό, για τη σωτηρία μας, τώρα και πάντοτε,
και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν
Πολυαγαπημένα μου
αδέλφια,
γιορτάζουμε σήμερα με χαρά τη γιορτή της
Υπαπαντής, δηλαδή της συνάντησης του Κυρίου μας Ιησού με την ανθρωπότητα, κατά
την εκπλήρωση της νομικής εντολής, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς ως βρέφος
έπρεπε να παρουσιαστεί στον Ναό κατά την τεσσαρακοστή ημέρα μετά τη γέννησή
του.
Γιορτάζουμε σήμερα την
ημέρα εκείνη, κατά την οποία, η νέα ανθρωπότητα, παρούσα στο νεογέννητο εκείνο
βρέφος, συναντά την παλιά ανθρωπότητα παρούσα στους δύο εκείνους γέροντες, τον
Συμεών και την Άννα οι οποίοι και οι δύο, όπως τους παρουσιάζει το Ευαγγέλιο,
είναι γέροντες, αλλά όχι γερασμένοι, σε αναμονή της σωτηρίας, η οποία έπρεπε να
έρθει.
Γιορτάζουμε σήμερα το
νεογέννητο εκείνο βρέφος που γεννήθηκε από την Παρθένο, το βρέφος που είναι ο
αιώνιος Λόγος του Θεού, ο οποίος ενσαρκώθηκε για μας.
Και απηχώντας τόσα και
τόσα λειτουργικά κείμενα της σημερινής γιορτής γιορτάζουμε Εκείνον τον οποίο ο
Μωυσής είδε μέσα στη νεφέλη, εκείνον ο οποίος αναγγέλθηκε από τον Δαβίδ, και ο
οποίος μίλησε διαμέσου των προφητών,
γιορτάζουμε σήμερα στην ανθρώπινη μορφή του, στη μικρότητά του, τον Υιό ο
οποίος υπάρχει πριν από το πρωινό άστρο, γιορτάζουμε Εκείνον ο οποίος στο όρος
Σινά είχε δώσει τον νόμο, και τώρα υπακούει στην εντολή αυτού του νόμου.
Η
ίδια η αναχώρηση, ο ίδιος ο θάνατος του Συμεών, που τον επιθυμούσε ο γέροντας,
όπως ακούσαμε στο ευαγγέλιο, είναι ένα χαρμόσυνο άγγελμα, ένα από τα τροπάρια
της γιορτής όπου βάζει στο στόμα του Συμεών αυτές τις λέξεις: «τώρα μπορείς να με απολύσεις, Δέσποτα, για
να αναγγείλω στον Αδάμ ότι είδα ένα νεογέννητο, τον προαιώνιο Θεό».
Επομένως ένα μοναδικό
μυστήριο προτείνεται σήμερα στη μελέτη μας και στον εορτασμό μας: η συνάντηση
του Θεού με τον άνθρωπο.
Το
σημερινό ευαγγέλιο μας παρουσίασε διάφορες μορφές, εκτός από τον ίδιο τον
Χριστό, ο οποίος είναι το επίκεντρο της διήγησης. Επιθυμώ να σταθώ για μία
στιγμή στους δύο γέροντες: τον Συμεών και την Άννα οι οποίοι για μας είναι
πρότυπα της χριστιανικής ζωής μας. Ο ένας και η άλλη παρουσιάζονται στο
σημερινό Ευαγγέλιο, με πολύ όμοιο τρόπο θα έλεγα με τρόπο παράλληλο: Όπως
ανέφερα πριν λίγο, και οι δύο είναι γέροντες, αλλά όχι γερασμένοι, η αναμονή
τους δεν είναι πια δεμένη στη ζωή την οποία ήδη έζησαν αλλά είναι ριζωμένη σε
μία υπόσχεση, στην οποία ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν. Ήταν γέροντες δυνατοί,
εδραιωμένοι στην ελπίδα.
Για
τον Συμεών το ευαγγέλιο μας λέει ότι ήταν δίκαιος και ευσεβής ότι περίμενε την
παρηγοριά, ότι το Άγιο Πνεύμα του είχε αναγγείλει ότι δεν θα πέθαινε χωρίς να
δει τον Άγιο του Θεού, ο Συμεών παρουσιάζεται ως «ο ζωντανός άνθρωπος που
περιμένει τον Χριστό».
Στη
συνέχεια για την Άννα το Ευαγγέλιο μας λέει το ίδιο πράγμα με διαφορετικό
τρόπο: είναι μια γυναίκα αφιερωμένη στις νηστείες και την προσευχή, όπως και
στην αναμονή του Σωτήρα. Και για τους δύο το Ευαγγέλιο μας λέει στο τέλος ότι
προφήτευαν την παρουσία του Χριστού, του νεογέννητου βρέφους που παρουσιαζόταν
στον ναό. Ήταν και οι δύο ευλαβείς, δίκαιοι, προπάντων αναμένοντες τον Σωτήρα,
δηλαδή ικανοί να μιλούν στον Θεό, αλλά ιδιαίτερα να μιλούν για τον Θεό, η
συνάντηση τους οδηγεί να αναγγείλουν και να προφητέψουν τη σωτηρία.
Ο Συμεών και η Άννα για μας είναι πρότυπα,
είναι μάρτυρες, σε οποιαδήποτε ηλικία και αν ανήκουμε, ως άνθρωποι της ελπίδας.
Καθημερινά ο Κύριος έρχεται προς συνάντησή μας, και ελπίζει να βρει σ’ εμάς,
όχι πρόσωπα γερασμένα από τη ρουτίνα της ζωής, από την αδιαφορία, από την
απομόνωση, αλλά να βρει ανθρώπους, νέους ή γέροντες, οι οποίοι τον υποδεχόμαστε
στο βάθος του είναι μας, ή σωστότερα αφήνουμε να μας υποδεχθεί Αυτός.
Αν όλοι εμείς, όπως ο
Συμεών και η Άννα, είμαστε αποφασισμένοι να προσερχόμαστε ακατάπαυστα σ’ αυτήν
τη συνάντηση με τον Κύριο, τότε θα γίνουμε προσφορά, θα γίνουμε δεκτοί, στην
μοναδική νεότητα του Ευαγγελίου. Οι δύο άνθρωποι της ευαγγελικής περικοπής
είναι τύποι, είναι εικόνες της ανθρωπότητας, της δικιάς μας ανθρώπινης φύσης, η
οποία είναι προχωρημένη στην ηλικία, αλλά γίνεται δεκτή από τον ζώντα Θεό, ο
οποίος παρουσιάζεται σήμερα ως μικρό βρέφος.
Αυτό είναι ένα
παράδοξο, αλλά ένα παράδοξο χριστιανικής ελπίδας. Τόσες και τόσες φορές κατά
τις οποίες μας φαίνεται ότι έχουμε εξαντληθεί, ότι όλα έχουν τελειώσει, ότι δεν
υπάρχει τίποτα για το οποίο να μπορούμε να ελπίζουμε, τόσες και τόσες φορές
κατά τις οποίες εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας στο γέρασμα του πνεύματός του…
τότε ακριβώς η νεότητα του Θεού μας δίνει σε μας τη δύναμη να ξαναρχίσουμε από
την αρχή. Με μία μοναδική προϋπόθεση να μη λείπει ποτέ η επιθυμία μας να
γίνουμε δεκτοί από Αυτόν, και να προσφερθούμε σ’ Αυτόν.
Ο
Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος γίνεται δεκτός στον Ναό, ο ίδιος δέχεται
και εμάς. Επανερχόμενος στο θέμα το οποίο ξεκίνησα στην αρχή της ομιλίας μου: η
γιορτή της δευτέρας Φεβρουαρίου υπογραμμίζει τη διπλή αυτή όψη της μοναδικής
υποδοχής του μυστηρίου του Θεού και μέσα στο μυστήριο του Θεού.
Ας ζητήσουμε λοιπόν
μέσα στην ελπίδα την οποία ποτέ δεν πρέπει να λείπει, ας ζητήσουμε από τον
Κύριο να μας αξιώσει να υποδεχθούμε στα χέρια μας, μέσα στην καρδιά μας, το
ευαγγέλιο της αγάπης του, της ευσπλαχνίας του, της συγνώμης του, ώστε μια μέρα
να γίνουμε δεκτοί από Εκείνον, και να οδηγηθούμε στη βασιλεία του, εκεί όπου
κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, μαζί με το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων
Αμήν.
Nessun commento:
Posta un commento