Affresco della Discesa agli inferi.
Esarcato Apostolico. Atene
Χριστὸς ἀνέστη!
Ἀληθῶς ἀνέστη!
+ O Καρκαβίας Εμμανουήλ Νιν
Επίσκοπος-Έξαρχος Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος
+
P. Manuel Nin
Esarca
Apostolico per i cattolici di tradizione bizantina in Grecia
Κατήχηση του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου
Εισέλθετε πάντες
στο συμπόσιο της πίστεως.
Η βυζαντινή λειτουργική
παράδοση, κατά τον πασχαλινό εορτασμό της αναστάσεως του Κυρίου, στο τέλος της
ιερής ακολουθίας του όρθρου, διαβάζει μία κατήχηση, μία πραγματική και αληθινή
μυσταγωγία, αποδιδόμενη στον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Είναι ένα κείμενο σύντομο
και πολύ ωραίο, στο οποίο κατά κάποιο τρόπο, βρίσκουμε μία σύνθεση όλων εκείνων
τα οποία εμείς ως χριστιανοί τελούμε και ζούμε κατά το Πάσχα του Κυρίου: την
ευσπλαχνία, την αγάπη, την επιθυμία μπορούμε να πούμε τη βιασύνη, με τα οποία ο
Κύριος θέλει να υποδεχθεί όλους στο συμπόσιο του Πάσχα. Μετά από τη
σαρακοστιανή πορεία, χαρακτηρισμένη από την προσευχή, τη νηστεία, την
«προσπάθεια και την εργασία», όπως λέει η μοναστική παράδοση, η σύντομη αυτή
κατήχηση γίνεται σχεδόν ένα βάλσαμο ευσπλαχνίας και παρηγοριάς για όλους τους
χριστιανούς. Παρουσιάζουμε αυτό το κείμενο χωρισμένο σε τρία μέρη, και με
σύντομο σχόλιο για κάθε μέρος.
Eἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως. Εἴ τις εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον. Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον
τό δίκαιον ὄφλημα. Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν
ἐνδοιάζων. Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος
γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν
πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω
δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ.
Το κείμενο αρχίζει με μία
πρόσκληση προς όλους τους ανθρώπους να συμμετέχουν στη μεγάλη γιορτή του Πάσχα
του Κυρίου. Σαν ένα είδος κάλεσμα για να προσελκύσει την προσοχή, ο συντάκτης
της κατηχήσεως σχολιάζει την παραβολή του Ματθ.20, 1 και συνέχεια, η οποία περιγράφει τον
ιδιοκτήτη, που βγαίνει να συμφωνήσει με τους εργάτες, και υπογραμμίζει ότι η
νηστεία, η άσκηση, η σαρακοστιανή κούραση είναι μία «εργασία» μία «προσπάθεια»,
την οποία πάντα δέχεται ο Κύριος αλλά αυτή η υποδοχή της εργασίας και της
προσπάθειας από τον Κύριο προχωρά πέρα από τη φροντίδα, ακόμα και την
καθυστέρηση εκείνων, οι οποίοι ολοκληρώνουν αυτήν την πορεία: «Γιατί ο ιδιοκτήτης είναι γενναιόδωρος και
υποδέχεται τον τελευταίο όπως και τον πρώτο». Η απολύτρωση την οποία
πραγματοποιεί ο Χριστός, η απεριόριστη αγάπη του για τους ανθρώπους
προεκτείνεται από την υποδοχή του έργου που εκπληρώθηκε μέχρι την γενναιοδωρία
προς έστω και μόνη την επιθυμία να εκπληρωθεί αυτό το έργο. Ας προσέξουμε τις
εκφράσεις του κειμένου: «Αυτός υποδέχεται…, ευαρεστείται…, τιμά…, επαινεί…» Η
γενναιοδωρία του Θεού ξεπερνά την καιροσκοπία και την ανθρώπινη δέσμευση.
Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος.
Το κείμενο υπογραμμίζει
επίσης ότι όλοι είμαστε καλεσμένοι στο συμπόσιο της Βασιλείας, υπογραμμίζει και
την αφθονία της τράπεζας, το δώρο του μόσχου του σιτευτού, συμβόλου της
ευσπλαχνίας και της απέραντης αγάπης του Κυρίου. Είναι ένα συμπόσιο το οποίο
χορταίνει την πείνα μας, συγχωρεί τα σφάλματά μας, μας ανασταίνει και μας
απελευθερώνει από το θάνατο. Το κατηχητικό αυτό κείμενο παρουσιάζει τη θεϊκή
υποδοχή, στην οποία όλοι είμαστε καλεσμένοι: «νηστεύσαντες και μη
νηστεύσαντες», «πλούσιοι και πένητες». Ο Κύριος δεν περιφρονεί τη δέσμευση,
ούτε αρνείται τη μικρότητα της προσπάθειας, έστω και αν η προσπάθεια αυτή είναι
ασήμαντη. Η συγχώρηση που βγήκε από τον τάφο η συγνώμη που ανάβλυσε από την
ίδια την ανάσταση του Κυρίου, απλώνεται σε όλους.
Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙ ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη. Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ. Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος; Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος. Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Το τρίτο μέρος της
κατηχήσεως, παρουσιάζει το θέμα της καθόδου του Χριστού στον Άδη,
χρησιμοποιώντας αντιθετικές εικόνες, οι οποίες κατορθώνουν σχεδόν να δώσουν
ζωή, στο ίδιο το κείμενο: Δεχόμενος το θάνατο, καταδιδόμενος σ’ αυτόν, ο
Χριστός κατατροπώνει τον θάνατο: μπαίνοντας μέσα στον Άδη, τον αδειάζει από
κάθε του εξουσία: αφήνοντας τον εαυτό του «να φαγωθεί» «να καταβροχθιστεί» από
τον Άδη, ο Χριστός γίνεται γι’ αυτόν
πικρή τροφή, γίνεται καταστροφή, παιχνίδι εμπαιγμός, εξουδετέρωση,
αλυσίδα, ήττα. Η αληθινή ενσάρκωση του
Λόγου του Θεού έγινε η αιτία της ήττας του Άδη και επομένως έγινε η αρχή της
απελευθερώσεως μας: «Παρέλαβε ένα σώμα, και βρέθηκε μπροστά στο Θεό. Παρέλαβε
γη και συνάντησε τον ουρανό. Παρέλαβε αυτό που έβλεπε και έπεσε εξαιτίας αυτού
που δεν έβλεπε».
Τελικά το κείμενο καταλήγει
με τον ύμνο της νίκης, της απολυτρώσεως, την οποία ο Χριστός κατορθώνει με την
ένδοξη ανάστασή του: «Ανέστη Χριστός, και οι δαίμονες έπεσαν. Ανέστη Χριστός
και οι άγγελοι χαίρονται. Ανέστη Χριστός, και η ζωή βασιλεύει. Ανέστη Χριστός
και κανένας νεκρός δε μένει στα μνήματα. Γιατί ο Χριστός αναστάς από τους
νεκρούς έγινε η απαρχή των κεκοιμημένων».
Το συμπέρασμα της κατηχήσεως μας οδηγεί στο πασχαλινό τροπάριο της
βυζαντινής παραδόσεως: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών. Θανάτω θάνατον πατήσας. Και
τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Για εφέτος αφήνω την επιστολή
για το Πάσχα να είναι αυτός ο Λόγος του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Στην πορεία
μας ως Αποστολική Εξαρχία στην Ελλάδα ζητούμε από τον Κύριο να μας αξιώσει ώστε
σε κάθε στιγμή της ζωής μας να ακούμε πάντοτε τη φωνή του, η οποία μας καλεί να
μπούμε γεμάτοι εμπιστοσύνη στη γιορτή στο συμπόσιο της βασιλείας Του, όπου μας
περιμένει με ανοιχτά χέρια, από τον σταυρό Του, στην Ανάστασή Του.
Catechesi di San Giovanni Crisostomo
Entrate tutti al banchetto della fede
La tradizione liturgica bizantina, nella celebrazione
pasquale della risurrezione del Signore, alla fine dell’ufficiatura del
mattutino legge una catechesi, una vera e propria mistagogia, attribuita a San
Giovanni Crisostomo. È un testo breve e molto bello e profondo in
cui troviamo riassunto in qualche modo tutto quello che come cristiani
celebriamo e viviamo nella Pasqua del Signore: la misericordia, l’amore, il
desiderio potremo dire l’ansia con cui il Signore vuole accogliere tutti nel
banchetto della sua Pasqua. Dopo il cammino quaresimale, segnato dalla
preghiera, dal digiuno, dallo “sforzo e dal lavoro” come lo chiama la tradizione
monastica, la breve catechesi diventa quasi un balsamo di misericordia e di
consolazione per tutti i cristiani. Presentiamo il testo diviso in tre parti e
con un breve commento per ognuna di esse.
“Se uno è pio e amico di Dio, goda di questa solennità
bella e luminosa. Il servo d’animo buono entri gioioso nella gioia del suo
Signore. Chi ha faticato nel digiuno, goda ora il suo denaro. Chi ha lavorato
sin dalla prima ora, riceva oggi il giusto salario. Se uno è arrivato dopo la
terza ora, celebri grato la festa. Se uno è giunto dopo la sesta ora, non
dubiti perché non ne avrà alcun danno. Se uno ha tardato sino all’ora nona, si avvicini
senza esitare. Se uno è arrivato solo all’undicesima ora, non tema per la sua
lentezza: perché il Sovrano è generoso e accoglie l’ultimo come il primo. Egli
concede il riposo a quello dell’undicesima ora, come a chi ha lavorato sin
dalla prima. Dell’ultimo ha misericordia, e onora il primo. Dà all’uno e si
mostra benevolo con l’altro. Accoglie le opere e gradisce la volontà. Onora
l’azione e loda l’intenzione.”
Il testo inizia con un invito indirizzato a tutti gli
uomini a partecipare alla festa, alla Pasqua del Signore. Come una sorta di captatio
benevolentiae, l’autore commenta la parabola di Mt 20, 1ss
del padrone che esce a contrattare i lavoratori, e mette in luce come il
digiuno, l’ascesi, la fatica quaresimale sono un “lavoro”, uno “sforzo” accolto
sempre dal Signore; un’accoglienza la sua pero che va oltre alla prontezza,
alla sollecitudine e magari alla lentezza di coloro che lo hanno portato a
termine: “...perché il Sovrano è
generoso e accoglie l’ultimo come il primo… Dell’ultimo ha misericordia, e
onora il primo”. La redenzione
di Cristo, il suo amore smisurato per gli uomini va dall’accoglienza dell’opera
adempiuta, fino alla magnanimità verso il solo desiderio di portarla a termine.
Guardiamo le forme verbali presenti nel testo: “Lui…accoglie… gradisce… onora…
loda…”. La generosità di Dio va al di sopra del calcolo e dell’impegno umano.
“Entrate dunque tutti nella
gioia del nostro Signore: primi e secondi, godete la mercede. Ricchi e poveri,
danzate in coro insieme. Continenti e indolenti, onorate questo giorno. Quanti
avete digiunato e quanti non l’avete fatto, oggi siate lieti. La mensa è
ricolma, deliziatevene tutti. Il vitello è abbondante, nessuno se ne vada con
la fame. Tutti godete il banchetto della fede. Tutti godete la ricchezza della
bontà. Nessuno lamenti la propria miseria, perché è apparso il nostro comune
regno. Nessuno pianga le proprie colpe, perché il perdono è sorto dalla tomba.
Nessuno tema la morte, perché la morte del Salvatore ci ha liberati”.
Il testo
sottolinea ancora come tutti siamo chiamati al banchetto del Regno,
all’abbondanza della sua mensa, al dono del vitello grasso, simbolo della
misericordia e dell’amore sconfinato del Signore. Un banchetto che sazia la
nostra fame, perdona le nostre colpe, ci risuscita e ci libera dalla morte. Il
testo della catechesi mette in evidenza l’accoglienza divina a cui tutti siamo
chiamati: continenti ed indolenti, digiunanti e non digiunanti, ricchi e
poveri. Il Signore non disdegna l’impegno neppure rifiuta la povertà dello
sforzo anche se meschino. Il perdono sorto dalla tomba, sgorgato dalla
risurrezione stessa del Signore è elargito a tutti.
“Stretto da
essa, egli l’ha spenta. Ha spogliato l’ade, colui che nell’ade è disceso. Lo ha
amareggiato, dopo che quello aveva gustato la sua carne. Ciò Isaia lo aveva
previsto e aveva gridato: L’ade è stato amareggiato, incontrandoti nelle
profondità. Amareggiato, perché distrutto. Amareggiato, perché giocato.
Amareggiato, perché ucciso. Amareggiato, perché annientato. Amareggiato, perché
incatenato. Aveva preso un corpo, e si è trovato davanti Dio. Aveva preso terra
e ha incontrato il cielo. Aveva preso ciò che vedeva, ed è caduto per quel che
non vedeva. Dov’è, o morte il tuo pungiglione? Dov’è, o ade, la tua vittoria? È
risorto il Cristo, e tu sei stato precipitato. È risorto il Cristo, e i demoni
sono caduti. È risorto il Cristo, e gioiscono gli angeli. È risorto il Cristo,
e regna la vita. È risorto il Cristo, e non c’è piú nessun morto nei sepolcri.
Perché il Cristo risorto dai morti è divenuto primizia dei dormienti. A lui la
gloria e il potere per i secoli dei secoli. Amen”.
La terza
parte della catechesi presenta il tema della discesa di Cristo all’ade,
servendosi di immagini contrastanti che riescono quasi a dare vita al testo
stesso: Cristo accettando la morte, lasciandosi prendere da essa, la estingue;
entrando nell’ade, lo spoglia di tutto il suo potere; lasciandosi
“mangiare/inghiottire” dall’ade, per esso diventa cibo amaro, diventa
distruzione, gioco, beffa, annientamento, catena, disfatta. La vera
incarnazione del Verbo di Dio è diventata la causa della sconfitta dell’ade e
quindi l’origine della nostra liberazione: “Aveva preso un corpo, e si è
trovato davanti Dio. Aveva preso terra e ha incontrato il cielo. Aveva preso
ciò che vedeva, ed è caduto per quel che non vedeva”.
Il testo
infine si conclude con il canto alla vittoria, alla redenzione che Cristo porta
a termine con la sua gloriosa risurrezione: “È risorto il Cristo, e i demoni
sono caduti. È risorto il Cristo, e gioiscono gli angeli. È risorto il Cristo,
e regna la vita. È risorto il Cristo, e non c’è piú nessun morto nei sepolcri.
Perché il Cristo risorto dai morti è divenuto primizia dei dormienti”. La
conclusione della catechesi ci riporta al tropario pasquale della tradizione
bizantina: “Cristo è risorto dai morti. Con la sua morte ha ucciso la morte. E
a coloro che sono nei sepolcri ha fatto dono della vita”.
Quest’anno lascio che la lettera per
la Pasqua sia appunto questa parola di San Giovanni Crisostomo. Nel nostro
cammino come Esarcato Apostolico in Grecia, chiediamo al Signore che in ogni
momento della nostra vita sentiamo sempre la Sua voce che ci invita a entrare
fiduciosi nella festa, nel banchetto del Suo Regno, dove lui ci aspetta con le
braccia aperte dalla sua croce alla sua risurrezione.