P. Michel Berger
La
componente orientale nella liturgia di inizio pontificato del vescovo di Roma.
La liturgia di inizio di pontificato
del vescovo di Roma ha una componente orientale. Con questa espressione
“componente orientale” oppure “aspetti orientali” si fa riferimento alla
presenza di parti della liturgia romana, epistola o vangelo, cantati in lingua
greca, ed anche alla tradizione plurisecolare della partecipazione del
Pontificio Collegio Greco di Roma nelle liturgie celebrate dal vescovo di Roma.
Questa tradizione, risalente alla fine del XVI secolo, mette in luce da una
parte l’origine greca in quanto alla lingua della stessa liturgia romana, e
dall’altra parte la dimensione veramente cattolica di questa Chiesa e del
ministero del suo vescovo.
Le parti orientali di tradizione bizantine
nella liturgia di inizio di pontificato del vescovo di Roma, si trovano nella
liturgia della Parola. Nella processione iniziale il diacono greco apre il
corteo dei concelebranti, portando innalzato l’evangeliario che viene collocato
sull’altare. Dopo i riti iniziali, avviandosi alla proclamazione del vangelo, il
diacono greco riceve la benedizione del Santo Padre prima di prendere l’evangeliario
dall’altare. Dopo il canto dell’alleluia e la proclamazione della pericope
evangelica anche in lingua latina da parte di un diacono latino, il diacono
greco, con le formule della Divina Liturgia Bizantina, invita l’assemblea
all’ascolto sapiente del vangelo nell’acclamazione in lingua greca: “Sapienza.
In piedi ascoltiamo il Santo Vangelo”, e il Santo Padre benedice l’assemblea
con la formula: “Pace a tutti”. E l’assemblea risponde: “E col tuo
spirito”. Il diacono prosegue con l’annuncio della lettura del vangelo: “Lettura
del Santo Vangelo secondo…”. E quindi la risposta dossologica
dell’assemblea: “Gloria a Te, Signore, gloria a Te”. Alla fine del
vangelo, di nuovo si canta la risposta dossologica dell’assemblea: “Gloria a
Te, Signore, gloria a Te”. L’evangeliario viene riportato al Santo Padre, e
con esso benedice l’assemblea, mentre il coro canta l’acclamazione: “Per
molti anni, Signore!”, che è l’acclamazione che nella liturgia bizantina
presieduta dal vescovo il coro canta dopo la processione con l’evangeliario nel
piccolo ingresso, dopo la proclamazione del vangelo, dopo la processione con i
doni nel grande ingresso e dopo la comunione.
La tradizione della partecipazione del
Pontificio Collegio Greco alle celebrazioni liturgiche più importanti del Papa
rissale al pontificato di papa Sisto V (1585-1590), che concesse al Collegio
Greco il privilegio di cantare in greco l’epistola e il vangelo nelle messe
papali solenni. L’uso, però, della presenza di ambedue le lingue liturgiche,
latino e greco, nella liturgia del vescovo di Roma risale alla fine del VII ed
inizio dell’VIII secolo, quando si succedettero a Roma diversi papi di origine
orientale; infatti le persecuzioni iconoclaste e quelle dei califfi abbasidi in
Oriente portarono all’esilio in Occidente molti orientali che parlavano greco.
Anastasio il Bibliotecario, che visse nel IX secolo racconta che papa Benedetto
III (855-858), benché romano di origine, ebbe cura di preparare un codice dove
furono trascritte, in greco e latino, le profezie che, nel rito romano,
venivano lette il Sabato Santo ed il Sabato prima di Pentecoste. Dall’Ordo
Romanus I, ripreso poi dall’Ordo Romanus X, scritto nell’XI secolo,
sappiamo che si leggeva la profezia in latino e, di seguito, se il Papa lo
avesse considerato opportuno, essa sarebbe stata ripetuta in greco. Nel
concilio di Pisa del 1409, nella celebrazione dell’incoronazione di Papa
Alessandro V, latino di rito ma nato a Creta, l’epistola ed il vangelo furono
cantati in latino, greco ed ebraico. Durante l’incoronazione di papa Nicolò V
nel 1447, un cardinale cantò il vangelo in latino, mentre che un archimandrita
basiliano lo cantò in greco.
Papa
Sisto V nel 1586 fecce sopprimere gli uffici di diacono e suddiacono greco e li
fecce trasferire agli studenti del Collegio Greco. Con questo fatto il papa
dava un segno di stima verso il Collegio Greco. I titoli di diacono e
suddiacono greci rimasero quindi legati al Collegio Greco, e fu fino al 1870
che, nei giorni di celebrazioni papali in cui diacono e suddiacono erano
presenti, una carrozza del palazzo Apostolico veniva a prelevarli in Collegio.
Nel 1724 papa Benedetto XIII riprese
l’uso antico della lettura in greco, da parte di un alunno del Collegio Greco,
della prima delle profezie del Sabato Santo e, alternativamente in latino e
greco, la prima di quelle del sabato prima della Pentecoste; lo stesso papa
vuole che i ministri greci celebrassero con i propri paramenti e non con quelli
latini. Ancora nel Venerdì Santo del 1725 lo stesso Benedetto XIII fece leggere
in greco l’apostolo ed il vangelo del giorno.
A partire del 1896, con l’arrivo dei
benedettini nel Collegio Greco sotto papa Leone XIII, viene ripresa normalmente
la presenza di due seminaristi del Collegio nelle celebrazioni papali solenni.
La prassi lungo il XX secolo e quindi quella anche attuale per quanto riguarda
la partecipazione del Pontificio Collegio Greco alle celebrazioni papali
solenni è quella del canto dell’epistola e del vangelo in lingua greca nella
liturgia In coena Domini del Giovedì Santo, ed il canto del vangelo in
greco nelle canonizzazioni ed in alcune liturgie particolarmente solenni,
nonché nella liturgia di funerale del Sommo Pontefice, in cui viene cantato
anche un Trisaghion bizantino in lingua greca; quindi nella liturgia di
inizio di pontificato del vescovo di Roma.
Accenno anche a due celebrazioni
speciali avvenute negli anni 1908 e
La seconda celebrazione a cui vorrei
fare accenno è quella tenutasi il giorno 15 novembre
All’inizio
parlavamo della componente orientale della liturgia di inizio pontificato di
Papa Leone XIV. La presenza delle diverse lingue, soprattutto quella latina e
quella greca, evidenzia la componente veramente cattolica della celebrazione
liturgica
+P. Manuel
Nin
Esarca
Apostolico
Grecia
Το Ανατολικό Συστατικό στη Λειτουργία της Έναρξης της Διακονιας του Επισκόπου Ρώμης Η λειτουργία της έναρξης του παπικού αξιώματος του επισκόπου της Ρώμης έχει μια ανατολική συνιστώσα. Με την έκφραση «ανατολική συνιστώσα» ή «ανατολικά στοιχεία» αναφερόμαστε στην παρουσία τμημάτων της ρωμαϊκής λειτουργίας, όπως το Αποστολο ή το Ευαγγέλιο, που ψάλλονται στην ελληνική γλώσσα, καθώς και στην πολύχρονη παράδοση της συμμετοχής του Παπικού Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης στις λειτουργίες που τελούνται από τον επίσκοπο της Ρώμης. Η παράδοση αυτή, που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αιώνα, αναδεικνύει αφενός την ελληνική προέλευση της γλώσσας της ίδιας της ρωμαϊκής λειτουργίας και αφετέρου τη γνήσια καθολική διάσταση αυτής της Εκκλησίας και της διακονίας του επισκόπου της. Τα ανατολικά στοιχεία βυζαντινής παραδόσεως στη λειτουργία έναρξης του παπικού αξιώματος του επισκόπου της Ρώμης βρίσκονται στη λεγόμενη Λειτουργία του Λόγου. Στην αρχική πομπή, ο Έλληνας διάκονος ανοίγει την πομπή των συλλειτουργούντων φέροντας υψωμένο το ευαγγέλιο, το οποίο τοποθετείται στην Αγία Τράπεζα. Μετά τις αρχικές τελετές, πριν την έναρξη της αναγγελίας του Ευαγγελίου, ο Έλληνας διάκονος λαμβάνει την ευλογία του Πάπα πριν πάρει το ευαγγέλιο από την Αγία Τράπεζα. Μετά το ψάλσιμο του «Αλληλούια» και την αναγγελία της ευαγγελικής περικοπής στα λατινικά από έναν λατίνο διάκονο, ο Έλληνας διάκονος, με τους τύπους της Θείας Λειτουργίας της Βυζαντινής παράδοσης, καλεί τη σύναξη να ακούσει με σοφία το Ευαγγέλιο με την αναφώνηση στα ελληνικά: «Σοφία. Ορθοί, ακούσωμεν του Αγίου Ευαγγελίου» και ο Πάπας ευλογεί τη σύναξη με τη φράση: «Ειρήνη πάσι». Η σύναξη απαντά: «Και τω πνεύματί σου». Ο διάκονος συνεχίζει με την αναγγελία της ανάγνωσης του Ευαγγελίου: «Το ανάγνωσμα του Αγίου Ευαγγελίου κατά…». Και έπειτα η δοξολογική απάντηση της σύναξης: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι». Στο τέλος του Ευαγγελίου, επαναλαμβάνεται η ίδια απάντηση. Το Ευαγγέλιο επιστρέφεται στον Πάπα, ο οποίος ευλογεί με αυτό τη σύναξη, ενώ ο χορός ψάλλει την αναφώνηση: «Εις πολλά έτη, Δέσποτα!», η οποία είναι η αναφώνηση που στη βυζαντινή λειτουργία υπό την προεδρία επισκόπου ψάλλεται μετά την πομπή με το ευαγγέλιο στην Μικρή Είσοδο, μετά την αναγγελία του Ευαγγελίου, μετά την πομπή με τα τίμια δώρα στη Μεγάλη Είσοδο και μετά τη Θεία Κοινωνία. Η παράδοση της συμμετοχής του Παπικού Ελληνικού Κολλεγίου στις σημαντικότερες λειτουργικές τελετές του Πάπα ξεκινά από την εποχή του πάπα Σίξτου Ε΄ (1585–1590), ο οποίος παραχώρησε στο Ελληνικό Κολλέγιο το προνόμιο να ψάλλει το Αποστολο και το Ευαγγέλιο στα ελληνικά κατά τις επίσημες παπικές λειτουργίες. Η χρήση, ωστόσο, της παρουσίας και των δύο λειτουργικών γλωσσών, της λατινικής και της ελληνικής, στη λειτουργία του επισκόπου Ρώμης χρονολογείται από τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα, όταν διαδοχικά πάπες με ανατολική καταγωγή ανέλαβαν τη Ρωμαϊκή Έδρα. Στην πραγματικότητα, οι εικονομαχικοί διωγμοί και εκείνοι των Αββασιδών χαλίφηδων στην Ανατολή οδήγησαν πολλούς Ανατολίτες που μιλούσαν ελληνικά στην εξορία στη Δύση. Ο Αναστάσιος ο Βιβλιοθηκάριος, που έζησε τον 9ο αιώνα, διηγείται ότι ο πάπας Βενέδικτος Γ΄ (855–858), αν και Ρωμαίος στην καταγωγή, φρόντισε να προετοιμάσει έναν κώδικα όπου μεταγράφηκαν στα ελληνικά και λατινικά οι προφητείες που διαβάζονταν στο ρωμαϊκό τελετουργικό το Μεγάλο Σάββατο και το Σάββατο πριν από την Πεντηκοστή. Από το Ordo Romanus I, και αργότερα το Ordo Romanus X του 11ου αιώνα, γνωρίζουμε ότι η προφητεία διαβαζόταν πρώτα στα λατινικά και, αν το έκρινε σκόπιμο ο Πάπας, επαναλαμβανόταν στα ελληνικά. Στην σύνοδο της Πίζας το 1409, κατά τη διάρκεια της στέψης του Πάπα Αλεξάνδρου Ε΄, ο οποίος ήταν λατινικού δόγματος αλλά γεννημένος στην Κρήτη, το Αποστολο και το Ευαγγέλιο ψάλλονταν στα λατινικά, ελληνικά και εβραϊκά. Κατά τη στέψη του Πάπα Νικολάου Ε΄ το 1447, ένας καρδινάλιος έψαλε το ευαγγέλιο στα λατινικά, ενώ ένας αρχιμανδρίτης του Τάγματος του Αγίου Βασιλείου το ψάλλει στα ελληνικά. Ο Πάπας Σίξτος Ε΄ το 1586 κατάργησε τα αξιώματα οφφικια του Έλληνα διακόνου και υποδιακόνου και τα μετέφερε στους φοιτητές του Ελληνικού Κολλεγίου. Με την ενέργεια αυτή, ο Πάπας εξέφραζε την εκτίμησή του προς το Ελληνικό Κολλέγιο. Οι τίτλοι αυτοί παρέμειναν συνδεδεμένοι με το Κολλέγιο έως το 1870, και σε κάθε παπική τελετή που παρευρίσκονταν διάκονος και υποδιάκονος, άμαξα του Αποστολικού Παλατιού ερχόταν να τους παραλάβει από το Κολλέγιο. Το 1724, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΓ΄ επανέφερε την αρχαία πρακτική να διαβάζεται η πρώτη από τις προφητείες του Μεγάλου Σαββάτου στα ελληνικά από μαθητή του Ελληνικού Κολλεγίου, και εναλλάξ σε λατινικά και ελληνικά, η πρώτη προφητεία του Σαββάτου πριν από την Πεντηκοστή. Ο ίδιος Πάπας επιθυμούσε επίσης οι Έλληνες λειτουργοί να τελούν τις τελετές με τα δικά τους άμφια και όχι με λατινικά. Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1725, ο ίδιος Πάπας διέταξε να διαβαστούν στα ελληνικά τόσο η αποστολική επιστολή όσο και το ευαγγέλιο της ημέρας. Από το 1896, με την άφιξη των Βενεδικτίνων μοναχών στο Ελληνικό Κολλέγιο υπό τον Πάπα Λέοντα ΙΓ΄, η παρουσία δύο ιεροσπουδαστών από το Κολλέγιο σε επίσημους παπικούς εορτασμούς επανήλθε ως κανονική πρακτική. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε καθ’ όλο τον 20ό αιώνα και ισχύει μέχρι σήμερα. Η συμμετοχή του Παπικού Ελληνικού Κολλεγίου στις επίσημες παπικές τελετές εκδηλώνεται με την ψαλμωδία του Αποστολου και του Ευαγγελίου στα ελληνικά κατά τη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης (In Coena Domini), και την ψαλμωδία του ευαγγελίου στα ελληνικά στις τελετές αγιοκατάταξης και σε άλλες ιδιαίτερα επίσημες λειτουργίες, καθώς και στην κηδεία του Ποντίφηκα, όπου ψάλλεται επίσης το βυζαντινό Τρισάγιο στα ελληνικά· και φυσικά, στη λειτουργία της έναρξης της θητείας του επισκόπου Ρώμης. Αναφέρω επίσης δύο ξεχωριστές εορταστικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα τα έτη 1908 και 1925 στις οποίες συμμετείχε άμεσα το Ελληνικό Κολλέγιο. Στις 12 Φεβρουαρίου 1908 τελέστηκε στην αίθουσα των «Ευλογιών», παρουσία του Πάπα Πίου Ι΄, Παπική Λειτουργία για τον εορτασμό της 15ης εκατονταετηρίδας από την κοίμηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Η λειτουργία τελέστηκε από τον Έλληνα Μελχίτη Πατριάρχη Αντιοχείας Κύριλλο Η΄ Geha, με τη χορωδία και τους λειτουργούς του Παπικού Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης. Στην εισαγωγή του ειδικού φυλλαδίου που εκδόθηκε με την ευκαιρία αυτή, αναφέρεται ότι στην προαναφερθείσα αίθουσα, επειδή δεν υπήρχε ελεύθερη Αγία Τράπεζα –δηλαδή αποσπασμένη από τον τοίχο– για να επιτρέπονται οι διελεύσεις και οι θυμιατισμοί της Θείας Λειτουργίας κατά το βυζαντινό τυπικό, τοποθετήθηκε ειδική ελεύθερη Τράπεζα. Μπροστά της τοποθετήθηκαν δύο αναλόγια με εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου, και ένα τρίτο με εικόνα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Σημαντική είναι η παρατήρηση στην εισαγωγή του εντύπου, όπου σημειώνεται: «Οι λειτουργοί θα τηρήσουν εξολοκλήρου το ελληνικό τυπικό… Ο Πάπας, ως υπέρτατος ηγέτης όλων των τελετουργιών, θα ενεργεί ταυτόχρονα και ως πρόεδρος της ελληνικής λειτουργικής συνάξεως, στον οποίο ανήκουν και παραμένουν οι κύριες πράξεις τιμής και δικαιοδοσίας… Θα χρησιμοποιεί την ελληνική λειτουργική γλώσσα…». Το λειτουργικό κείμενο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η Θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όπως είχε εκδοθεί το 1907 από τον πατέρα Πλακίδο De Meester, μοναχό του Τάγματος των Βενεδικτίνων και καθηγητή στο Ελληνικό Κολλέγιο. Ο δεύτερος εορτασμός που θα ήθελα να αναφέρων πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1925, με αφορμή την 16η εκατονταετηρίδα από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας το 325. Και πάλι η λειτουργία τελέστηκε υπό την προεδρία του Πάπα, του Αγίου Πατέρα Πίου ΙΑ΄, και προσκλήθηκε ως κύριος τελετάρχης ο πατριάρχης των Ελλήνων Μελχιτών της Αντιόχειας, Δημήτριος Cadi. Ωστόσο, ο πατριάρχης απεβίωσε αιφνιδίως στις 26 Οκτωβρίου στη Δαμασκό και αντικαταστάθηκε από τον Ρουμάνο ελληνοκαθολικό μητροπολίτη της Φαγκαράς, Βασίλειο Suciu. Η λειτουργία τελέστηκε στη βασιλική του Αγίου Πέτρου· όπως και στην προηγούμενη τελετή του 1908, τοποθετήθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα του «ομολογίου του Πέτρου» μια ανεξάρτητη Τράπεζα, μαζί με αναλόγια διαμορφωμένα ως εικονoστάσιο. Σε αμφότερες τις τελετές αναφέρεται στην εισαγωγή των αντίστοιχων λειτουργικών φυλλαδίων ότι η τέλεση της ελληνικής λειτουργίας ήταν «πλήρης», δηλαδή χωρίς προσθήκες ή ανάμειξη με τη ρωμαϊκή λειτουργική παράδοση. Ο Πάπας –ο Πίος Ι΄ στην πρώτη περίπτωση και ο Πίος ΙΑ΄ στη δεύτερη– προέδρευε από θρόνο (καθέδρα) τοποθετημένο στα αριστερά, όπως βλέπει κανείς την Αγία Τράπεζα. Ήταν ενδεδυμένος με τα δικά του παπικά άμφια, φορούσε την τιάρα και ευλογούσε στα ελληνικά καθ’ όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στην αρχή μιλούσαμε για την ανατολική συνιστώσα της λειτουργίας ενάρξεως του παπικού αξιώματος του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄. Η παρουσία των διαφόρων γλωσσών –και κυρίως της λατινικής και της ελληνικής– αναδεικνύει τη γνήσια καθολική διάσταση της λειτουργικής αυτής τελετής.
+ π. Μανουήλ Νιν
Αποστολικός Έξαρχος Ελλάδα
Nessun commento:
Posta un commento