Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΑΤΩΝ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ
22 Αυγούστου 2017
Από μικρά παιδιά, όταν από το χωριό μας
πηγαίναμε οικογενειακά στη Βαρκελώνη, για να εκπληρώσουμε οικογενειακές
υποθέσεις, είτε ιατρικές , είτε εμπορικές , σχεδόν πάντα ταξιδεύαμε με τραίνο
και η επίσκεψή μας αυτή προέβλεπε πάντοτε, πριν το δρομολόγιο της επιστροφής μας,
μία μισή ωρίτσα στις «LES RAMBLES», όπου μπορούσαμε να βλέπουμε τόσο τα τεχνητά περίπτερα,
με ζωάκια περισσότερο ή λιγότερο εξωτικά, προπάντων με κάκτους μιας μοναδικής
ομορφιάς. Το κατόρθωμα μας πάντοτε ήταν να υποκινούμε την γενναιοδωρία των
γονιών μας ή των παππούδων μας για την απόκτηση κάποιου μικρού ζώου, ενός
πουλιού ή ενός μικρού ψαριού, ή ακόμα και ενός κάκτου, με όσα περισσότερα
αγκάθια ήταν δυνατό, για να τα πάρουμε σπίτι μας. Ποτέ δεν μπορούσαμε να
διανοηθούμε ότι ο χώρος εκείνος της ξενοιασιάς και της ησυχίας για την
οικογενειακή ζωή, θα μπορούσε κάποια μέρα να καταντήσει χώρος τρομοκρατίας και
θανάτου.
Κάθε απόπειρα, κάθε μορφή τρομοκρατίας γεννά μέσα μας (δεν
λέω προκαλεί αλλά «γεννά», επειδή πρόκειται για κάτι που γεννιέται μέσα μας:
τρόμος, θλίψη, φόβος), και αυτά που ακριβώς γεννιούνται μέσα μας αποτελούν ίσως
την αληθινή νίκη της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών: τη θλίψη και προπαντός
τον φόβο μέσα στις ψυχές μας.
Τον φόβο ότι οι
τρομοκράτες μπορούν ακόμα να μας χτυπήσουν από κάθε γωνιά, στους πιο
διαφορετικούς τόπους, ακόμα και στους
χώρους της ξενοιασιάς και της ησυχίας. Η νίκη της τρομοκρατίας είναι να
μας κάνει να αλλάξουμε, όχι μόνο τις συνήθειές μας, αλλά και την ίδια την
οντότητά μας.
Να επισκέπτομαι τη Ρώμη,
το Παρίσι, τη Βαρκελώνη, το Λονδίνο και τόσες άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπου
περιπολούν οι δυνάμεις της τάξης, δεν είμαι πια ήσυχος, αναγνωρίζοντας και
ευγνωμονώντας για τις προσπάθειες και τις επικίνδυνες υπηρεσίες των
στρατιωτικών και άλλων οργάνων της τάξης.
Εκτός από τις «LES RAMBLES» γνωρίζω της «PROMENADE DES ANGLAIS», στη Νίκαια της Νότιας Γαλλίας:
χώροι όπου γυναίκες και άντρες, παιδιά και ηλικιωμένοι πηγαίνουν για περίπατο για να συζητήσουν ήσυχα, για να περιβλέψουν
σιωπηλά είναι ωραίος ο σιωπηλός περίπατος ή και ο περίπατος με συντροφιά. Εμείς
οι άνθρωποι κατά βάθος είμαστε «περιπατητικοί», δηλαδή μας αρέσει να περπατάμε
μόνοι μας για να σκεφτούμε ή να πάρουμε μία απόφαση μας αρέσει επίσης να
περπατάμε με φίλους ή με αγαπητά πρόσωπα, για να κάνουμε συγκρίσεις, εκτιμήσεις
ακόμα και συζητήσεις.
Και εκεί ακριβώς η
τρομοκρατία χτυπά, σαν να θέλει να σκοτώσει ασφαλώς τον άνθρωπο αλλά προπάντων,
να σκοτώσει τη σκέψη του ανθρώπου την αποφασιστικότητά του, τον ελεύθερο και
αποφασιστικό διάλογο, να σκοτώσει και να εμποδίσει τον περιπατητικό άνθρωπο να
σκέφτεται ελεύθερα, να αποφασίζει ελεύθερα, να κάνει συγκρίσεις να
συμμερίζεται, να διαλογίζεται και να αγαπά.
Το αντίθετο του περιπάτου
είναι να στέκεται κανείς όρθιος, ακίνητος, κλειστός στον εαυτό του, το αντίθετο
του στοχασμού, της σκέψης, είναι να μην έχει κανείς τη δικιά του σκέψη, να μην
αποφασίζει να αφήνει έναν άλλο να κάνει το κακό. Το αντίθετο της μοιρασιάς, του
διαλόγου, της συζήτησης είναι να κλείνεται κανείς στην απομόνωση του, στον δικό
του τρόμο. Πρόκειται για ένα τρόμο που φωλιάζει στην καρδιά του ανθρώπου, ο
οποίος όταν παραφουσκώσει (δεν λέω όταν «ωριμάσει» γιατί ώριμος ποτέ δεν
είναι), εκρήγνυται βγαίνει έξω με την ορμή και την ψυχρότητα ενός ηφαιστείου,
και θερίζει ζωές ανθρώπων οι οποίες σκέπτονται , οι οποίες αγαπούν και δεν
πρόκειται για ένα θερισμό ο οποίος είναι συνώνυμο μίας πλούσιας σοδιάς, αλλά
για ένα θερισμό που σημαίνει διασκορπισμό και θάνατο.
Οι εικόνες των «LES RAMBLES» είναι χαραγμένες από τα ζικ ζακ
των τρομοκρατών, με στόχο να μην ξεφύγει κανείς ή κανένας να μη γίνει φράγμα προστασίας
του εαυτού του ή των άλλων. Αυτές οι εικόνες, όπως εκείνες των άλλων πόλεων
πριν από την Βαρκελώνη, με συγκλόνισαν, όχι μόνο επειδή η πόλη αυτή μου είναι
τόσο αγαπημένη, αλλά προπάντων γιατί, για μία ακόμα φορά οι τρομοκράτες, στα
πρόσωπα των αθώων ανθρώπων θέλησαν να χτυπήσουν τον διάλογό μας, τη σκέψη μας,
τον στοχασμό μας, την αδελφική μοιρασιά μας. Όλα αυτά είναι δικά μας, γιατί τα
μάθαμε από Εκείνον, ο οποίος περπατούσε με τους μαθητές του, ανεβαίνοντας προς
την Ιερουσαλήμ. Τα μάθαμε από τον Κύριο μας, Ιησού Χριστό, ο οποίος περπατούσε
μέσα στον ναό, ο οποίος καθόταν για να διδάξει αυτοσυγκεντρωνόταν τη νύχτα, για
να προσευχηθεί, μόνος του αλλά όχι
απομονωμένος σε κοινωνία με τον Πατέρα Του, και δικό μας Πατέρα. Και το
Ευαγγέλιό Του της αδελφικής κοινωνίας, της ζωής και ποτέ του θανάτου και του
τρόμου, έβαλε την αδιάλυτη σφραγίδα του στις ευρωπαϊκές αυτές χώρες, οι οποίες
χτυπήθηκαν από τον τρόμο και όχι την αγάπη, από τον διασκορπισμό και όχι από
την αδελφική κοινωνία, από τον θάνατο και όχι από τη ζωή. Και όμως οι πόλεις
αυτές θα έπρεπε να είναι πόλεις του διαλόγου και της φιλοξενίας.
Οι μορφές των θυμάτων,
όπως εμφανίστηκαν στις εφημερίδες, έρχονται και ξαναέρχονται στα μάτια μου,
όλες αυτές τις μέρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χιλιάδες γυναικών και αντρών
στην Πλατεία της Καταλονίας, οι οποίοι την επομένη της απόπειρας φώναζαν «NO TENIM POR» δηλαδή «ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ».
Οι άνθρωποι αυτοί έδωσαν μία απάντηση γενναία και καθαρή. Αλλά την έδωσαν σε
ποιόν? και γιατί? Ας το πούμε με καθαρές λέξεις: την έδωσαν σε κάποιον σε μια
πραγματικότητα η οποία δεν γνωρίζει και δεν θέλει ούτε να διαλογεί, ούτε να
ακούει, αλλά μόνο να θερίζει αθώες ανθρώπινες ζωές. Μήπως πρέπει να δώσουμε
δίκιο σε όποιον υποστηρίζει ότι, τώρα πια βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αθεράπευτο
κακό, το οποίο καμία θεραπεία δεν μπορεί να ξεριζώσει? Εμείς οι χριστιανοί
συμμεριζόμαστε την κραυγή εκείνη «ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ» η οποία γεννιέται από τη
χριστιανική μας πίστη, από την πίστη μας σ’ Εκείνον, ο οποίος πεθαίνοντας επάνω
στον σταυρό νίκησε την αμαρτία και τον θάνατο. Αυτές τις μέρες η πλατεία «LES RAMBLES»
γεμάτη από λουλούδια, λαμπάδες, εικόνες και μικρά μηνύματα, γίνεται
τόπος προσκυνήματος αναπαράσταση του πόνου, αλλά και της ελπίδας, τόπος
προσευχής και ανάμνησης στη θρησκευτική μας πίστη «ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ».
+ Εμμανουήλ Νιν
Έξαρχος των Ελληνορρύθμων
Καθολικών της Ελλάδος