Domenica II di Mateo (18 giugno 2017)
(Rm
2, 10-16; Mt 4, 18-23)
Benedetto il nostro
Dio, ora e sempre e nei secoli dei secoli. Amin.
Sigillato il sepolcro
dai giudei e custodendo i soldati il tuo corpo santo, sei risorto il terzo
giorno, o Salvatore, e hai dato la vita al mondo. Questo testo che
abbiamo cantato nel tropario domenicale è quello che celebriamo oggi, domenica,
ed ogni domenica; celebriamo cioè la risurrezione di nostro Signore il terzo
giorno dai morti. Lui, provvidente e amante degli uomini, proprio a causa del
suo amore consegnò se stesso alla morte per liberarcene e darci la vita.
Due brani della Sacra
Scrittura ci sono stati proclamati nella liturgia di questa domenica: quello
della lettera di san Paolo ai Romani, e il brano del vangelo di Matteo. Nella
lettura del testo paolino abbiamo sentito come l’Apostolo augura i doni
spirituali della gloria, l’amore e la pace a tutti gli uomini, giudei o greci,
senza nessun tipo di accezione di persone perché in Dio, come dice lo stesso
Paolo, non c’è parzialità. Dopo l’incarnazione, la passione, la morte e la
risurrezione del Signore l’unico criterio nel giudizio è il Vangelo.
La narrazione del
Vangelo, poi, nel capitolo 4 di San Matteo, ci ha presentato in due scene
parallele e consecutive la vocazione di Pietro e di Andrea, e poi di Giacomo e
Giovanni. Costui è uno dei passi più belli di Matteo; nella semplicità della
narrazione, l’evangelista dipinge di forma molto fine la chiamata fatta dal
Signore e la risposta data dai pescatori galilei. Tanti sono i passi evangelici
narrati accanto al mare di Galilea e in modo speciale con scene di Gesù sulla
barca, nel mare. Nel vangelo odierno, Gesù passa accanto al mare, vede
i pescatori, li chiama; essi, lasciate le loro cose -reti, barche, il
padre- seguono Gesù. La narrazione, poi, si conclude ancora con l’indicazione
che Gesù insegna nelle sinagoghe, predica la Buona Novella, guarisce gli
infermi. Due momenti importanti, quindi, nel brano odierno: da una parte Gesù
che vede i pescatori e li chiama; dall’altra essi, i pescatori che
immediatamente -forma ripetuta dall’evangelista per le due copie di fratelli-
immediatamente lasciano quello che hanno tra le mani e lo seguono.
Vorrei soffermarmi in
un punto soltanto; non tanto nel fatto della chiamata di Gesù ma sull’obiettivo
ed il contenuto della chiamata. A che cosa chiama Gesù i discepoli? A diventare
che cosa? Il Vangelo dice che i quattro, Pietro ed Andrea, Giacomo e Giovanni
erano pescatori; e Gesù li chiama proprio per farli pescatori di uomini. Si
direbbe che Gesù cambia semplicemente l’oggetto di quello che essi già sono: da
semplici pescatori ne fa pescatori di uomini. Il mestiere di pescatore è
sicuramente molto bello, ma si può dire che è uno di quelli il cui successo è
più a rischio; una pesca abbondante dipende da tante cose: le condizioni del
mare, il gettare le reti sul posto giusto, i movimenti dei branchi dei pesci...
In gran parte si direbbe che non dipende dal pescatore; costui getta le reti e
poi dopo alcune ore le leva. Lui, però, sa di solito, dalla sua esperienza,
quando, dove e come gettare le reti per portare i pesci sulla barca.
I quattro pescatori di
Galilea, chiamati a diventare pescatori di uomini, quando lasciarono le reti,
le barche e il loro padre, non capirono cosa significherebbe per loro diventare
pescatori di uomini; essi seguirono Gesù. Sarà accanto a lui che capiranno che
diventare pescatori di uomini vuol dire servire e non essere serviti; capiranno
che vuol dire perdonare settanta volte sette; capiranno che vuol dire essere
misericordiosi, compassionevoli, fattori di pace... capiranno pure che si può
scandalizzare di lui..., che lo si può tradire. Sarà lungo la loro vita di
discepoli accanto al Signore che lentamente capiranno il quando, il dove ed il
come gettare le loro reti per portare i nuovi pesci sulla barca, cioè per
portarli a Cristo. Guardate che nella grande maggioranza di volte che nei
Vangeli si parla di scene di pesca o attorno al mare di Galilea, quasi sempre
Gesù è sulla barca: è sulla barca quando si scatena la tempesta... è sulla
barca quando insegna gli uomini che sono sulla riva... parte su una barca per
andare ad un luogo deserto per pregare... Dopo la sua risurrezione dai morti,
poi, Gesù non già dalla barca ma dalla riva del mare continua a guidare nella
loro pesca coloro che sono sulla barca, proprio i discepoli chiamati nel
vangelo di oggi a diventare pescatori di uomini. Lungo la loro vita quindi
accanto al Signore i discepoli lentamente hanno capito il quando, il dove ed il
come gettare le loro reti; ma hanno capito anche che a guidarli in questo
quando, in questo dove ed in questo come c’è sempre un Altro che è sempre nella
riva del lago e a cui portano il frutto della loro pesca.
Il Signore passa, ci
guarda e ci chiama a diventare suoi discepoli; questa sua chiamata per noi
suppone un lasciare tante cose -le nostre reti, le nostre barche... e un andare
con lui, accanto a lui per imparare sì sicuramente un quando, un dove ed un
come gettare le nostre reti, ma soprattutto per imparare che pescatori di
uomini, per i quattro pescatori galilei e per ognuno di noi vorrà dire un
portare a Lui, il Signore della barca ed il Signore del mare, il frutto del
nostro lavoro.
A Lui la gloria
assieme al Padre ed allo Spirito Santo nei secoli. Amin.
B’ KYRIAKH TOY MATΘΑΙΟΥ 18
ΙΟΥΝΙΟΥ 2017
(Ρωμ. 2 10-16’ Ματθ. 4, 18-23)
«Του λίθου σφραγισθέντος υπό των
Ιουδαίων, και στρατιωτών φυλασσόντων τον άχραντόν σου σώμα, ανέστης τριήμερος,
Σωτήρ, δωρούμενος τω κόσμω την ζωήν». Το κείμενο αυτό το οποίο ψάλαμε ως
κυριακάτικο τροπάριο, είναι αυτό που τελούμε σήμερα, Κυριακή όπως και κάθε
Κυριακή, δηλαδή ότι εορτάζουμε την ανάσταση του Κυρίου μας την τρίτη μέρα από
τους νεκρούς. Αυτός ο οποίος προβλέπει και αγαπά τους ανθρώπους εξαιτίας
ακριβώς της αγάπη του, παρέδωσε τον εαυτό του στον θάνατο για να μας
απελευθερώσει από τον θάνατο και να μας δώσει τη ζωή.
Δύο κείμενα της Αγίας Γραφής
ακούσαμε σήμερα στη θεία λειτουργία της Κυριακής: ένα από την επιστολή του
Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους, και ένα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Στην ανάγνωση του παυλικού κειμένου ακούσαμε με
ποιο τρόπο ο Απόστολος εύχεται τα πνευματικά δώρα της δόξας, της αγάπης
και της ειρήνης σε όλους τους ανθρώπους, Ιουδαίους και Έλληνες χωρίς κανένα
ίχνος προσωποληψίας, γιατί όπως λέει ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος για τον Θεό δεν
υπάρχει προσωποληψία. Μετά από την ενσάρκωση τα σεπτά πάθη, τον θάνατο και την
ανάσταση του Κυρίου μας, το μοναδικό κριτήριο για την κρίση κάθε ανθρώπου είναι
το Ευαγγέλιο.
Έπειτα η διήγηση του Ευαγγελίου
στο τέταρτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστού Ματθαίου μας παρουσίασε σε δύο παράλληλες
και διαδοχικές σκηνές, την κλήση του Πέτρου και του Ανδρέα και έπειτα του
Ιακώβου και του Ιωάννη. Πρόκειται για δύο από τις ωραιότερες παραγράφους του
Ευαγγελιστού Ματθαίου μέσα στην απλότητα της διήγησης ο ευαγγελιστής περιγράφει
με πολύ λεπτό τρόπο το κάλεσμα που έκανε ο Κύριος και την απάντηση που έδωσαν
οι ψαράδες της Γαλιλαίας. Είναι πολλές οι Ευαγγελικές διηγήσεις για τη θάλασσα
της Γαλιλαίας και ιδιαίτερα για σκηνές του Ιησού πάνω στη βάρκα μέσα σ’ αυτήν.
Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Ιησούς περνά δίπλα από τη θάλασσα βλέπει
τους ψαράδες και τους προσκαλεί. Αυτοί, αφού αφήσουν τα πράγματά τους,
τα δίχτυα τους, τις βάρκες και τον πατέρα τους, ακολουθούν τον Ιησού. Έπειτα η
διήγηση καταλήγει ακόμα με την ένδειξη ότι ο Ιησούς διδάσκει, στις συναγωγές,
κηρύττει το Χαρμόσυνο Άγγελμα, θεραπεύει τους ασθενείς. Επομένως έχουμε στη
σημερινή ευαγγελική περικοπή δύο σπουδαίες στιγμές: από τη μία πλευρά τον
Ιησού, ο οποίος βλέπει τους ψαράδες και τους καλεί, από την άλλη αυτούς τους
ψαράδες οι οποίοι αμέσως αφήνουν ότι έχουν στα χέρια τους και τον ακολουθούν.
Θα ήθελα να επιμείνω μονάχα σε
ένα σημείο, όχι τόσο στο γεγονός του καλέσματος του Ιησού, αλλά στο αντικείμενο
και στο περιεχόμενο αυτού του καλέσματος. Για ποιο λόγο ο Ιησούς καλεί τους
μαθητές του: για να γίνουν τι? Το Ευαγγέλιο λέει ότι οι τέσσερις, ο Πέτρος ο
Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ήταν ψαράδες και ο Ιησούς τους καλεί ακριβώς
για να τους κάνει ψαράδες ανθρώπων. Θα έλεγε κανείς ότι ο Ιησούς απλώς αλλάζει
το αντικείμενο αυτού του οποίου ήδη αυτοί είναι: από απλούς ψαράδες τους κάνει
ψαράδες ανθρώπων. Το επάγγελμα του ψαρά είναι ασφαλώς πολύ ωραίο αλλά μπορούμε
να πούμε ότι είναι από τα επαγγέλματα εκείνα των οποίων η επιτυχία βρίσκεται σε
μεγαλύτερο κίνδυνο. Ένα άφθονο ψάρεμα εξαρτάται από πολλά πράγματα, την
κατάσταση της θάλασσας, το σωστό ρίξιμο των διχτυών, τα ρεύματα της πορείας των
ψαριών….
Κατά πολύ θα μπορούσαμε να πούμε
ότι η επιτυχία του ψαρέματος δεν εξαρτάται από τον ψαρά αυτός ρίχνει τα δίχτυα
και μετά από λίγες ώρες τα σηκώνει. Αυτός όμως κατά κανόνα, χάρη στην εμπειρία
του, γνωρίζει πότε, που και πως θα ρίξει τα δίχτυα του, για να μαζέψει ψάρια
στη βάρκα του.
Οι τέσσερις ψαράδες της Γαλιλαίας
καλεσμένοι να γίνουν ψαράδες ανθρώπων, όταν άφησαν τα δίχτυα, τις βάρκες τον πατέρα τους, δεν κατάλαβαν τι σήμαινε γι’
αυτούς να γίνουν ψαράδες ανθρώπων, ακολούθησαν τον Ιησού. Βρισκόμενοι κοντά του
θα καταλάβουν ότι ψαράδες ανθρώπων σημαίνει να υπηρετούν και όχι να υπηρετούνται,
θα καταλάβουν τι σημαίνει να συγχωρούν εβδομήντα φορές επτά θα καταλάβουν τι
σημαίνει να είναι φιλεύσπλαχνοι, ελεήμονες ειρηνοποιοί… θα καταλάβουν επίσης
ότι είναι δυνατό να σκανταλιστούν από αυτόν…. Ότι είναι δυνατό να τον
προδώσουν. Ζώντας τη ζωή τους ως μαθητές στο πλευρό του Κυρίου θα καταλάβουν
σιγά σιγά πότε που και πώς να ρίχνουν τα δίχτυα τους, για να πιάσουν νέα ψάρια
στη βάρκα τους, δηλαδή να τα οδηγούν στον Χριστό. Προσέξτε ότι τις περισσότερες
φορές κατά τις οποίες στα Ευαγγέλια γίνεται λόγος για ψάρεμα ή γύρω από τη
θάλασσα της Γαλιλαίας σχεδόν πάντοτε ο Ιησούς βρίσκεται πάνω στη βάρκα: εκεί
βρίσκεται όταν ξεσπά η καταιγίδα… εκεί βρίσκεται όταν διδάσκει στα πλήθη, που
βρίσκονται στην ακτή…. πάνω σε μια βάρκα αναχωρεί για να πάει σε έρημο τόπο για
να προσευχηθεί… Μετά από την ανάστασή του από τους νεκρούς, στη συνέχει ο
Ιησούς όχι πια από τη βάρκα αλλά από την ακτή της θάλασσας συνεχίζει να
κατευθύνει το ψάρεμα εκείνων που βρίσκονται πάνω στη βάρκα, δηλαδή ακριβώς των
μαθητών εκείνων, οι οποίοι στο σημερινό ευαγγέλιο καλούνται να γίνουν ψαράδες
ανθρώπων. Επομένως κατά τη ζωή τους στο πλευρό του Διδασκάλου τους, οι μαθητές
σιγά σιγά κατάλαβαν το πότε, το που και το πώς να ρίχνουν τα δίχτυα τους, αλλά
κατάλαβαν επίσης ότι ο οδηγός τους σ’ αυτό το πότε, σ’ αυτό το που και σ’ αυτό
το πώς είναι πάντοτε ένα Άλλος ο οποίος βρίσκεται πάντοτε στην ακτή της λίμνης,
και στον οποίο φέρνουν τον καρπό τους ψαρέματός τους.
Ο Κύριος περνά, μας κοιτάζει και μας καλεί να γίνουμε μαθητές
του αυτό το κάλεσμά του προϋποθέτει και για μας να αφήσουμε τόσα πράγματα, (τα
δίχτυα μας τις βάρκες μας… σημαίνει επίσης να βαδίσουμε μαζί του, στο πλευρό
του, για να μάθουμε με βεβαιότητα το πότε, το που, και το πώς πρέπει να
ρίχνουμε τα δίχτυα μας, αλλά προπάντων για να μάθουμε ότι ψαράδες ανθρώπων για
τους τέσσερις ψαράδες της Γαλιλαίας και για τον καθένα από εμάς σημαίνει να
φέρνουμε σ’ Αυτόν στον Κύριο της βάρκας και στον Κύριο της θάλασσας, τον καρπό
της εργασίας μας.
Σ’ Αυτόν η δόξα, μαζί με τον
Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν