mercoledì 26 aprile 2023

 


Una lampada, icona del cammino della Chiesa con Cristo.

Nella settimana dopo l’ottava di Pasqua, ha avuto luogo ad Atene l’incontro annuale di tre giorni tra i sacerdoti ed i vescovi della Chiesa Cattolica in Grecia. Giorni di fraternità, di condivisione, di scambio di vedute, di preghiera, ed anche di ascolto dei diversi interventi che hanno avuto come filo conduttore e tema principale delle riflessioni quello della figura del sacerdote come fattore di comunione e di cammino cristiano con il vescovo, con i confratelli del clero e con i fedeli laici. Uno dei sacerdoti nel suo intervento presentò diverse immagini, quasi icone, di quello che poteva essere il rapporto tra il clero ed i laici nella vita della Chiesa, un rapporto di collaborazione, di lavoro e di cammino fatto insieme come Chiesa di Cristo, e mise in guardia il suo uditorio anche dal pericolo, nel momento attuale della vita della Chiesa, di "clericalizzare" i laici, oppure di "laicizzare" il clero, insistendo chiaramente nell’affermare che la Chiesa non appartiene né al clero né ai laici, ma a Cristo che ne è il capo, lo sposo, la guida. Inoltre, nella sua presentazione si servì dell'immagine della lampada d'olio, e propose di vedere il ruolo del sacerdote come quello dell’essere la lampada, il contenitore, e quello dei fedeli, dei laici, nell’essere l'olio.

L'immagine, mi apparse subito molto suggestiva in sé stessa, e mi portò ad approfondirla e a farmi la domanda: "e, nella lampada, lo stoppino chi è?". Accettando la validità e la bellezza simbolica dell'immagine della lampada d’olio, propongo di vedere nello stoppino l’immagine dell'umanità di Cristo patito, morto e risorto, che fa ardere la luce e continua a farsi presente nella vita della Chiesa attraverso i sacramenti e attraverso i fratelli.

La Chiesa di Cristo non è soltanto lampada, neppure soltanto olio, ma è l'insieme di queste due realtà e sempre avendo nel bel mezzo lo stoppino, e mai senza di esso. E cosa o chi manifesta, fa presente la lampada, assieme all'olio e allo stoppino? La lampada accesa mette in alto, mostra la Luce, cioè Cristo Signore, Luce del mondo, Luce gioiosa della santa gloria del Padre. Il Signore, nella sua umanità e per mezzo della sua umanità -la lampada mai senza lo stoppino!-, diventa con l'olio e nella lampada, Luce del mondo. Se fossimo soltanto lampada, se fossimo soltanto olio, saremmo degli strumenti inutili in sé stessi. Olio, lampada, stoppino tutti e tre insieme e accesi dal dono dello Spirito Santo, manifestano Colui che è la Luce per gli uomini.

La lampada poi, dal momento che in essa si accende la fiamma, dal momento che in essa appare la luce, lei stessa, la lampada quasi sparisce, l'olio stesso è quasi adombrato, ambedue vengono oscurate dalla Luce. Ci sono certamente, ma in un secondo piano, nell’ombra affinché si manifesti la Luce, Colui che è la Luce.

In questo senso propongo l'immagine della lampada come modello del cammino sinodale con Cristo, assieme e accanto a Cristo nella Chiesa, un’immagine in cui la lampada stessa, e l'olio debbono quasi sparire per far vedere soltanto la fiamma attraverso lo stoppino acceso, per mezzo dell'umanità di Cristo, e manifestare così la sua luce che illumina il mondo.

Applicando questa bella icona della lampada alla Chiesa stessa, direi che coloro che sono chiamati ad essere lampada, contenitore, e coloro che sono chiamati ad essere olio nella vita della Chiesa, dobbiamo accettare che sia Lui il Signore che, per mezzo dello stoppino, attraverso i sacramenti, nell’ascolto e l’annuncio della sua Parola, e nei fratelli, appaia come Luce dei popoli, Luce del mondo.

 +P. Manuel Nin

Esarca Apostolico


ΜΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

          Κατά τη δεύτερη εβδομάδα μετά το Πάσχα, στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε η ετήσια τριήμερη συνάντηση μεταξύ των Ιερέων και Επισκόπων της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Ήταν μέρες αδελφοσύνης, μοιρασιάς, ανταλλαγής απόψεων, προσευχής και ακοής διαφόρων ομιλιών, οι οποίες είχαν ως κατευθυντήρια γραμμή και κύριο θέμα διάφορες σκέψεις για τη μορφή του ιερέα, ως δημιουργού εκκλησιαστικής κοινωνίας και χριστιανικής πορείας με τον Επίσκοπο, με τους συναδέλφους ιερείς και με τους λαϊκούς πιστούς.

     Ένας από τους ιερείς στην ομιλία του παρουσίασε διαφόρους τύπους, σχεδόν εικόνες, μεταξύ των σχέσεων του κλήρου με τους λαϊκούς, στη ζωή της Εκκλησίας, σχέσεων συνεργασίας, δράσης και πορείας μαζί με την Εκκλησία του Χριστού· προς το ακροατήριό του συνέστησε επίσης κατά την παρούσα στιγμή τον κίνδυνο της ζωής της Εκκλησίας «να κληρικοποιεί» τους λαϊκούς, ή «να λαϊκοποιεί» τον κλήρο, επιμένοντας καθαρά στη δήλωση ότι η Εκκλησία δεν ανήκει ούτε στον κλήρο, ούτε στους λαϊκούς, αλλά ανήκει στον Χριστό, ο οποίος είναι η κεφαλή της, ο νυμφίος της, ο οδηγός της. Επιπλέον, κατά την ομιλία του χρησιμοποίησε την εικόνα της λαμπάδας ελαίου και πρότεινε να βλέπουμε τον ρόλο του ιερέα ως ρόλο της λαμπάδας, (η οποία εμπεριέχει το έλαιο), και τον ρόλο των λαϊκών πιστών, ως το ρόλο του ελαίου.

Η εικόνα αυτή μου φάνηκε αμέσως πολύ επιβλητική, αυτή καθεαυτή και με οδήγησε να την εμβαθύνω και να θέσω στον εαυτό μου το ερώτημα: «και μέσα στην λαμπάδα, το φυτίλι ποιός είναι;». Δεχόμενος την εγκυρότητα και την ωραιότητα της λαμπάδας του ελαίου, προτείνω να βλέπουμε το φυτίλι ωε εικόνα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού ο οποίος πάσχει, πεθαίνει και ανασταίνεται ο οποίος κάνει την λαμπάδα να καίει και να φωτίζει και να γίνεται παρών στην εικόνα της Εκκλησίας, διαμέσου των ιερών μυστηρίων και διαμέσου των αδελφών μας.

Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι μονάχα λαμπάδα, ούτε μονάχα έλαιο, αλλά είναι ταυτόχρονα και οι δύο αυτές πραγματικότητες, έχοντας στη μέση το φυτίλι και ποτέ χωρίς αυτό. Και τι πράγμα, ή ποιόν παρουσιάζει η λαμπάδα, μαζί με το έλαιο και το φυτίλι; Η αναμμένη λαμπάδα εξυψώνει, υποδείχνει το Φως, δηλαδή τον Χριστό και Κύριο μας, Φως του κόσμου, φως ιλαρόν  της αγίας δόξας του Πατέρα. Ο Κύριος, με την ανθρώπινη φύση του και διαμέσου αυτής της ανθρώπινης φύσης, (η λαμπάδα δεν ανάβει ποτέ χωρίς φυτίλι), μαζί με το έλαιο και μέσα στην λαμπάδα, γίνεται το Φως του Κόσμου. Αν ήμασταν μονάχα λαμπάδα , αν ήμασταν μονάχα έλαιο θα ήμασταν όργανα άχρηστα, αυτά καθαυτά. Έλαιο, στην λαμπάδα και φυτίλι και τα τρία μαζί, αναμμένα από τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, φανερώνουν Εκείνον, ο οποίος είναι το Φως για τους ανθρώπους.

     Έπειτα η λαμπάδα, από τη στιγμή που ανάβει μέσα της η φλόγα, από τη στιγμή κατά την οποία ανάβει η φλόγα της, η ίδια η λαμπάδα σχεδόν εξαφανίζεται, το ίδιο το έλαιο σχεδόν επισκιάζεται και η λαμπάδα και το έλαιο επισκιάζονται από το Φως. Ασφαλώς συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά σε ένα δεύτερο βαθμό, μέσα στη σκιά, ώστε να λάμπει το Φως, να λάμπει Εκείνος που είναι το Φως.

Με αυτήν την έννοια προτείνω την εικόνα της λαμπάδας ως πρότυπο της συνοδικής μας πορείας με τον Χριστό, μαζί και δίπλα με τον Χριστό, μέσα στην Εκκλησία, μία εικόνα στην οποία η ίδια η λαμπάδα και το έλαιο πρέπει σχεδόν να εξαφανιστούν, για να βλέπουμε μονάχα τη φλόγα στο αναμμένο φυτίλι, διαμέσου της ανθρώπινης φύσης του Χριστού και με αυτόν τον τρόπο να φανερώνει το Φως που φωτίζει τον κόσμο.

Εφαρμόζοντας την ωραία αυτή εικόνα της λαμπάδας στην ίδια την Εκκλησία θα έλεγα ότι όσοι είναι καλεσμένοι να είναι λαμπάδες, δηλαδή, δοχεία του ελαίου, και όσοι είναι καλεσμένοι να είναι το έλαιο ζωής της Εκκλησίας, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι Εκείνος, ο Κύριος, διαμέσου του φυτιλιού, διαμέσου των ιερών μυστηρίων, στο άκουσμα και στο κήρυγμα του Λόγου του, και στα πρόσωπα των αδελφών μας, παρουσιάζεται ως Φως των λαών, Φως του κόσμου.

 π.  Εμμανουήλ Νιν

Αποστολικός Έξαρχος


martedì 4 aprile 2023

 

Lettera pastorale, Pasqua 2023

Discesa dalla croce, lamento e unzione, e apparizione a Tommaso e ai Dodici

Cattedrale della Santissima Trinità, Atene.

Η αποκαθήλωσις, ο επιτάφιος θρήνος, η ψηλάφησις του Θωμά

Καθεδρικός Ναός της Αγίας Τριάδας, Αθήνα.


Il Signore, sulla croce, è stato spogliato di tutto, meno della sua umanità

e del Salterio

          I grandi testi liturgici della Settimana Santa e del periodo pasquale ci fanno toccare, ci fanno gustare direi la piena e allo stesso tempo sofferente umanità di Cristo che per noi accetta volontariamente la passione, la morte di croce, ed è con questa sua umanità gloriosa che risorge dai morti. Tanti testi della Settimana Santa e della Pasqua ci portano a vedere, quasi a toccare il Cristo sofferente, e allo stesso tempo vittorioso e glorioso. Per Lui riceviamo le palme vittoriose; aspettiamo Lui, lo Sposo che viene nel bel mezzo della notte; da Lui stesso riceviamo il suo Corpo ed il suo Sangue preziosi; con Lui celebriamo e viviamo la sua passione, la sua morte e e la sua risurrezione che la liturgia ci fa gustare, meditare e soprattutto pregare attraverso i testi della Sacra Scrittura, specialmente i salmi, ed anche attraverso i testi liturgici. Cristo stesso prega i salmi, sente come queste antiche preghiere prendono in lui e per mezzo suo, tutta la loro forza profetica e soprattutto cristologica. Per esempio, i salmi scelti per le Grandi Ore del Venerdì Santo sono dei testi che diventano voce di Cristo e voce della Chiesa: “Perché si agitarono le genti e i popoli meditarono cose vuote? (sal. 2,1). O Dio, Dio mio, volgiti a me: perché mi hai abbandonato?...(sal. 21,2). Hai visto, Signore, non stare in silenzio, Signore, non allontanarti da me…(sal. 34,22). So che il Signore farà il giudizio del povero e difenderà la causa dei miseri… (sal. 139,12)”.

          Poi gli stessi testi della liturgia ci fanno gustare nella fede, con delle bellissime e toccanti immagini poetiche, la fragilità e allo stesso tempo la tenerezza che sgorga dalla nostra natura umana di fronte all’umanità provata, patita e gloriosa del Verbo eterno di Dio fattosi uomo per noi uomini e per la nostra salvezza. Tra questi testi, alcuni degli “enkomia” del Sabato Santo ci fanno toccare per mano quel che, come Chiesa, celebriamo, preghiamo e viviamo in questi giorni:

O Dio e Verbo, o gioia mia! Come sopporterò la tua sepoltura di tre giorni? Sono straziate le mie viscere materne!

Chi mi darà pioggia e fonti di lacrime per piangere il mio dolce Gesú? gridava la Vergine sposa di Dio.

O mia dolce primavera, dolcissimo Figlio mio, dove è tramontata la tua bellezza?

O luce degli occhi miei, dolcissimo Figlio mio, come può ora coprirti una tomba?

Cosparsero di unguenti profumati il sepolcro, le mirofore, giungendo al mattino al far del giorno.

          Sono dei testi in cui si intreccia la voce della Madre di Dio e la voce della Madre Chiesa che diventa, per la forza e il dono dello Spirito Santo nella celebrazione liturgica, la nostra voce nel piano, nel dolore, nella speranza e nella gioia. Contempliamo in questi giorni sacri e santi il Cristo spogliato da tutto, appeso alla croce, morto, calato dalla croce e messo in un sepolcro, diventato lui stesso la più grande umiliazione e la più grande spogliazione. Ma, allo stesso tempo, immersi nella preghiera della Chiesa, attraverso i testi biblici e liturgici, possiamo affermare che il Signore, sulla croce, è stato spogliato di tutto meno della sua umanità e del Salterio. Questa frase che non letteralmente ma nel suo contenuto troviamo in tanti testi della liturgia quaresimale e pasquale della tradizione bizantina, ed anche in tanti testi dei Padri della Chiesa, inquadra quello che vorrei dirvi in questa mia riflessione che è la mia lettera pastorale per la Pasqua di questo 2023.

          L’umanità di Cristo nella sua vivificante passione rimane appesa alla croce fino alla morte. E possiamo dire che quest’umanità è l’unico che gli rimane dopo la sua totale spoliazione, a partire da quella sua “kenosi” iniziata dal momento della sua Incarnazione nel grembo verginale di Maria. Questa sua piena umanità nella croce lo porta a perdonare i nemici, a chiedere l’elemosina di un po d’acqua, gli fa guardare la Madre ed il discepolo amico con un cuore veramente umano. L’unico che gli è rimasto è questa sua umanità ed il Salterio, cioè la preghiera che sgorga dal cuore ferito e poi trafitto. Perché? Perché ambedue, l’umanità e il Salterio sono un dono, un regalo del Padre affinché il Signore, il Figlio e quindi anche noi, rimaniamo sempre fermi e saldi nel nostro essere e vivere da cristiani.

          I testi della liturgia della Settimana Santa ci mettono di fronte a questi due aspetti fondamentali della nostra fede cristiana: l’umanità del Verbo di Dio incarnato e il Salterio, la voce di Dio e la nostra che si intrecciano, si incontrano e forse anche si scontrano. La liturgia bizantina ci fa incontrare nei giorni Santi dei testi in cui la voce umana di Dio nel Figlio si intreccia con la nostra. I salmi, scelti cristologicamente, ecclesiologicamente, direi anche pedagogicamente, diventano la voce di Cristo, la voce della Chiesa, la nostra voce nella sofferenza, nel pianto, forse anche nella sconfitta, ma sicuramente nella vittoria finale sul peccato e sulla morte. L’umanità di Cristo ed il Salterio sono anche le nostre armi di vittoria.

          L’umanità di Cristo che per noi diventa anche l’umanità della Chiesa e la nostra stessa umanità. E come avviene questo fatto? L’umanità di Cristo, vincitrice anche essa del peccato e della morte, continua presente nella divino-umanità della Chiesa attraverso i sacramenti, nell’annuncio della Parola, nel sacramento del fratello. La Chiesa, dice un antico testo siriaco, è “la misericordia di Dio che scende sugli uomini”.

          Il Salterio. Cristo stesso nella croce stende le mani e prega. Chi prega? Cosa prega? Prega Dio nei salmi. E noi come Chiesa continuiamo questa preghiera del Signore, essa diventa l’intercessione potente della nostra stessa debolezza.

          L’umanità di Cristo e il Salterio siano le nostre armi nella quotidianità del nostro cammino cristiano nell’Esarcato Apostolico, in Grecia, nel nostro mondo. Un mondo provato da guerre, da incertezze, da paure, ma che noi cristiani vogliamo vivere ed amare, questo nostro mondo, con quella speranza che nasce dal Cristo Risorto.

           Approfitto questa mia lettera, per ricordarvi a tutti che durante il periodo liturgico della Pasqua celebreremo due momenti che ci coinvolgono come Chiesa, come Esarcato Apostolico.

          In primo luogo, celebreremo il XXV anniversario dell’arrivo e della presenza in Esarcato della comunità ucraina. I fedeli greco cattolici ucraini, arrivati in Grecia ormai XXV anni fa, in un momento allora di difficoltà e di cambiamenti sociopolitici nella loro patria, furono accolti in Grecia e nel nostro Esarcato, e diventarono una parte viva ed importante dei nostri fedeli, assieme ai fedeli greci e ai fedeli caldei. Il loro arrivo, e la loro presenza, tuttora viva ed importante, segnò per l’Esarcato da una parte un aumento considerevole del numero dei fedeli, provenienti dalla stessa tradizione cattolica di rito bizantino; e dall’altra parte un momento di vera e propria cattolicità, cioè il mostrare, il vivere, il nostro essere aperti ed accoglienti senza distinzioni di razze, di etnie, di lingua, di culture, secondo l’insegnamento dell’apostolo Paolo: “Tutti voi, infatti, siete figli di Dio mediante la fede in Cristo Gesù, poiché quanti siete stati battezzati in Cristo vi siete rivestiti di Cristo. Non c’è giudeo né greco; non c’è schiavo né libero…, perché tutti voi siete uno in Cristo Gesù” (Gal 3,25-29). Ed anche per la comunità ucraina fu ed è tuttora un fatto importante l’essere accolti, il lasciarsi accogliere, umilmente direi, in un paese, una cultura ed una lingua diversi dal loro, ma sempre nella comunione della Chiesa Cattolica. E questa dimensione veramente “cattolica” della nostra vita cristiana, sempre nel doppio senso dell’accogliere e dell’essere accolti, non nasce da una semplice e allo stesso tempo necessaria filantropia umana, ma nasce, sorge dal nostro “essere stati battezzati in Cristo ed esserci rivestiti di Cristo”. Siamo e viviamo il nostro essere Chiesa Cattolica per una ragione non soltanto umana ma, e soprattutto, teologica: perché siamo uno in Cristo. In questo momento, in questa nostra Pasqua del 2023, voglio ringraziare il Signore per questo dono della presenza della comunità ucraina nella nostra Chiesa, nel nostro Esarcato, una presenza che ci compromette e ci impegna come cristiani, ripeto, nell’accogliere e nell’essere accolti, una presenza che ci fa grati per il dono ricevuto, ed anche umili e poveri nel dare e nel ricevere. E questo dono va sempre fatto e ricevuto senza esclusioni e senza pretese, unicamente come un dono. La presenza della comunità ucraina in Esarcato, a tutti noi, greci, ucraini e caldei, e tutti gli altri di tante provenienze che siamo e siete membra della nostra Chiesa, ci rinnova con volti nuovi, giovani, volti dell’unico Corpo di Cristo.

          In secondo luogo, quest’anno celebreremo, la domenica 30 aprile, il XXV anniversario della mia ordinazione sacerdotale, che ebbe luogo il 18 aprile del 1998 nel mio monastero di Montserrat. Vi chiedo di unirvi alla mia preghiera al mio ringraziamento al Signore per la sua grazia, la sua misericordia, il suo amore lungo questi XXV anni di ministero sacerdotale vissuti un po’ nel mio monastero a Montserrat, e lungo i 17 anni del mio servizio come Rettore del Pontificio Collegio Greco a Roma, fino alla mia ordinazione come vostro vescovo nell’aprile 2016. Gli anni del mio sacerdozio vissuti nel Pontificio Collegio Greco di Roma mi portarono a trovare e ad accogliere nei seminaristi del Collegio Greco, tantissime e diversissime provenienze geografiche, etniche, culturali, linguistiche ben diversificate: greci, italiani, ungheresi, romeni, ucraini, serbi, libanesi, siriani, israeliani, bulgari, slovacchi, bielorussi e tanti altri…, -nell’unità dell’unica celebrazione liturgica bizantina, ma con la presenza sempre arricchente di seminaristi di altre tradizioni liturgiche: latini, caldei, maroniti…. Questa ricchezza del Pontificio Collegio Greco mi preparò sicuramente per l’incontro nel nostro Esarcato Apostolico con una diversità pure etnica ed anche liturgica sempre arricchente e sempre cattolica. Questa diversità etnica, linguistica, liturgica dobbiamo viverla senza eccezioni come un grande dono del Signore. Vi chiedo la vostra preghiera al Signore affinché benedica il mio ministero per il bene del nostro Esarcato e di tutta la Chiesa.

           Ho accennato diverse volte al Salterio, che i Padri siriaci quasi personificano chiamandolo il “Davide”. Per questo concludo la mia riflessione con un salmo, l’ottantunesimo, adoperato quasi un “unicum” nel vespro del Sabato Santo, ma proprio in questo giorno cantato con fede e con forza, quasi come paradigma della preghiera e della parresia della Chiesa nell’attesa trepidante del Risorto:

νστα, Θες, κρνον τν γν, τι σ κατακληρονομσεις ν πσι τος θνεσι.

Sorgi, o Dio, giudica la terra, perché tu avrai eredità in tutte le genti.

 +P. Manuel Nin

Esarca Apostolico

Vescovo titolare di Carcabia


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΑΠΟΓΥΜΝΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΟΛΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟ

Ποιμαντική Επιστολή ΠΑΣΧΑ 2023

        Τα μεγάλα λατρευτικά κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδος και της πασχαλινής περιόδου μας συγκινούν, θα έλεγα ότι μας κάνουν να γευτούμε την πλήρη και ταυτόχρονα μαρτυρική ανθρώπινη φύση του Χριστού, ο οποίος για χάρη μας δέχεται θεληματικά το πάθος του, τον σταυρικό θάνατο του και με την ένδοξη ανθρώπινη φύση του την ανάσταση από τους νεκρούς. Τόσα και τόσα κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα μας οδηγούν να δούμε, σχεδόν να αγγίξουμε τον Χριστό πάσχοντα και ταυτόχρονα νικητή και ένδοξο. Γι’ Αυτόν λαβαίνουμε τα ένδοξα Βάϊα· αυτόν περιμένουμε ως Νυμφίο, ερχόμενο μέσα στη νύχτα, μαζί Του τελούμε και ζούμε τα σεπτά πάθη του, τον θάνατό του την Ανάσταση του: όλα όσα η θεία λατρεία μας κάνει να γευτούμε, να μελετήσουμε και προπάντων να προσευχηθούμε με τα κείμενα της Αγίας Γραφής, ιδιαίτερα με τους ψαλμούς και με τα λατρευτικά κείμενα. Ο ίδιος ο Χριστός προσεύχεται με τους ψαλμούς, αισθάνεται με ποιο τρόπο οι παλαιές αυτές προσευχές, στο πρόσωπό του και διαμέσου Αυτού παίρνουν την προφητική και προπάντων τη χριστολογική τους δύναμη. Παραδείγματος χάρη: οι ψαλμοί που εκλέγονται για τις Μεγάλες Ώρες της Μεγάλης Παρασκευής είναι κείμενα που γίνονται φωνή του Χριστού και φωνή της Εκκλησίας: «Γιατί ταράχθηκαν τα έθνη και οι ψαλμοί εμελέτησαν άδεια πράγματα;» (Ψ.2,1). «Ο Θεός, ο Θεός μου στρέψου σε μένα: γιατί με εγκατέλειψες;» (Ψ.21,2). «Είδες, Κύριε, μη μένεις στη σιωπή Κύριε, μην απομακρύνεσαι από μένα….» (Ψ.34,22). «Γνωρίζω ότι ο Κύριος θα κάνει την κρίση για τον φτωχό και θα υπερασπιστεί την υπόθεση των δυστυχισμένων….» (Ψ.139,12)

Στη συνέχεια τα ίδια κείμενα της θείας λατρείας μας κάνουν να γευόμαστε στην πίστη μας με ωραιότατες και συγκινητικές ποιητικές εικόνες, τον εύθραυστο χαρακτήρα και ταυτόχρονα την τρυφερότητα της ανθρώπινης φύσης του αιώνιου Λόγου του Θεού, ο οποίος έγινε άνθρωπος για εμάς τους ανθρώπους και για τη δικιά μας σωτηρία. Μεταξύ αυτών των κειμένων, μερικά από τα «εγκώμια του Μεγάλου Σαββάτου μας κάνουν να αγγίζουμε με τα χέρια μας αυτά τα οποία εμείς, ως Εκκλησία, τελούμε, προσευχόμαστε και ζούμε αυτές τις μέρες:

«Ω Θεέ και λόγε, ω χαρά η εμή, πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον; νυν σπαράττομαι τα σπλάχνα μητρικώς.

Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς;  η θεόνυμφος  Παρθένος εκραύγαζεν, ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;»

«΄Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι».

Αυτά τα κείμενα όπου η φωνή της Μητέρας του Θεού διασταυρώνεται με τη φωνή της Μητέρας Εκκλησίας και η φωνή αυτή με τη δύναμη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος στη θεία λατρεία γίνεται η δική μας φωνή, στον θρήνο, στον πόνο, στην ελπίδα και στη χαρά. Κατά τις άγιες και ιερές αυτές μέρες ας μελετήσουμε τον Χριστό, απογυμνωμένο από όλα, κρεμάμενο από τον σταυρό, ενταφιασμένο στον τάφο, παρουσιάζοντας τη μέγιστη ταπείνωση και τη μέγιστη απογύμνωση. Αλλά ταυτόχρονα, βυθισμένοι στην προσευχή της Εκκλησίας, διαμέσου των βιβλικών και λατρευτικών κειμένων, μπορούμε να αναφωνήσουμε ότι: «Ο Κύριος επάνω στον Σταυρό απογυμνώθηκε από όλα, εκτός από την ανθρώπινη φύση του και από το Ψαλτήριο». Αυτή η φράση, την οποία βρίσκουμε όχι κατά γράμμα, αλλά κατά το περιεχόμενο της, σε τόσα και τόσα κείμενα της θείας λατρείας της Σαρακοστής και του Πάσχα, κατά τη βυζαντινή παράδοση και σε πολλά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, πλαισιώνει όλα όσα επιθυμώ να σας πω κατά τον στοχασμό της παρούσας εγκυκλίου μου, για το Πάσχα του 2023.

Η ανθρώπινη φύση του Χριστού στο ζωοποιητικό του πάθος κρέμεται από τον Σταυρό μέχρι θανάτου. Και μπορούμε να πούμε ότι αυτή η ανθρώπινη φύση είναι το μόνο που του απομένει μετά από την ολοκληρωτική του απογύμνωση, η οποία άρχισε από την «θεία κένωση», από την Ενσάρκωσή του στα παρθενικά σπλάχνα της Μαρίας. Αυτή η πλήρης ανθρώπινη φύση, πάνω στον Σταυρό οδηγεί τον Χριστό να συγχωρήσει τους σταυρωτές του, και να ικετεύσει την ελεημοσύνη λίγου νερού. Κάνει τον Διδάσκαλο να βλέπει την Μητέρα του και τον αγαπημένο μαθητή του με μία καρδιά αληθινά ανθρώπινη. Το μοναδικό που του απέμεινε είναι αυτή η ανθρώπινη φύση του, και το Ψαλτήριο, δηλαδή η προσευχή που αναβλύζει από την τραυματισμένη και έπειτα τρυπημένη του καρδιά. Γιατί; Γιατί και τα δύο, η ανθρώπινη φύση και το Ψαλτήριο, είναι ένα δώρο του Πατέρα, έτσι ώστε ο Υιός και επομένως και εμείς, να μείνουμε πάντοτε σταθεροί και εδραιωμένοι στην οντότητά μας και στη χριστιανική μας ζωή.

Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα τα κείμενα της θείας λατρείας μας βάζουν μπροστά στις δύο αυτές όψεις της χριστιανικής μας πίστης: την ανθρώπινη φύση του ενσαρκωμένου Θεού και τη φωνή την δική μας, οι οποίες διασταυρώνονται, συναντιόνται, ίσως και να συγκρούονται. Η βυζαντινή θεία λατρεία κατά τις άγιες αυτές μέρες μας κάνει να συναντήσουμε κείμενα, όπου η ανθρώπινη φωνή του Υιού του Θεού διασταυρώνεται με τη δική μας φωνή. Οι ψαλμοί, διαλεγμένοι χριστολογικά, εκκλησιολογικά, θα έλεγα και παιδαγωγικά, γίνονται η φωνή του Χριστού, η φωνή της Εκκλησίας, η δική μας φωνή, φωνή πόνου, θρήνου, ίσως και φωνή αποτυχίας, αλλά ασφαλώς φωνή της τελικής νίκης κατά της αμαρτίας και κατά του θανάτου. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού και το Ψαλτήριο είναι επίσης και τα δικά μας όπλα της νίκης.

Η ανθρώπινη φύση του Χριστού, γίνεται και ανθρώπινη φύση της Εκκλησίας, και η δική μας ανθρώπινη φύση. Πως συμβαίνει το γεγονός αυτό; Η ανθρώπινη φύση του  Χριστού νικήτρια και αυτή κατά της αμαρτίας και κατά του θανάτου, συνεχίζει να είναι παρούσα στην θεϊκή και ανθρώπινη φύση της Εκκλησίας διαμέσου των ιερών μυστηρίων, του κηρύγματος του Λόγου, του ιερού μυστηρίου του αδελφού μας. Ένα παλαιό Συριακό κείμενο λέει «η ευσπλαχνία του Θεού κατεβαίνει πάνω στους ανθρώπους». 

Το Ψαλτήριο, ο ίδιος ο Χριστός επάνω στον Σταυρό, ανοίγει τα χέρια του και προσεύχεται. Ποιος προσεύχεται; Τι προσεύχεται; Προσεύχεται στον Θεό με τους ψαλμούς. Και εμείς, ως Εκκλησία, συνεχίζουμε αυτήν την προσευχή του Κυρίου, η οποία γίνεται δυνατή μεσιτεία της ίδιας της αδυναμίας μας. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού και το Ψαλτήριο είναι τα όπλα μας στην καθημερινή μας ζωή, στη χριστιανική πορεία της Αποστολικής Εξαρχίας, στην Ελλάδα, στον κόσμο μας.

 Επωφελούμαι αυτής της εγκυκλίου επιστολής μου, για να υπενθυμίσω σε όλους σας ότι κατά τη λατρευτική περίοδο του Πάσχα θα τελέσουμε δύο μεγάλες στιγμές για την Εκκλησία μας, όπως και για την Αποστολική μας Εξαρχία.

Πρώτα θα τελέσουμε την εικοστή πέμπτη επέτειο του ερχομού και της παρουσίας της Ουκρανικής Κοινότητας στην Εξαρχία. Οι Ουκρανοί ελληνοκαθολικοί πιστοί έφτασαν στην Ελλάδα ήδη πριν από 25 χρόνια, σε μία δύσκολη ιστορική στιγμή δυσκολιών και κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στην πατρίδα τους. Έγιναν δεκτοί στην Εξαρχία μας και έγιναν ένα ζωντανό και σπουδαίο μέρος των πιστών μας, μαζί με τους Έλληνες και Χαλδαίους πιστούς μας. Ο ερχομός τους και η παρουσία τους, μέχρι σήμερα ζωντανή και σπουδαία, σημείωσαν για την Εξαρχία πρώτα πρώτα μία αξιόλογη αύξηση του αριθμού των πιστών της, προερχόμενων από την ίδια την καθολική παράδοση του βυζαντινού λειτουργικού τύπου· από την άλλη πλευρά υπογράμμισαν την αληθινή και πραγματική καθολικότητα της Εκκλησίας, υποδείχνοντας και ζώντας το άνοιγμά μας και την φιλοξενία μας προς τους αδελφούς μας, χωρίς διακρίσεις φυλής, εθνικότητας, γλώσσας, πολιτισμού, σύμφωνα με τη διδαχή του Αποστόλου Παύλου: «Είστε λοιπόν, όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό. Και αυτό, γιατί βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, έχετε ντυθεί τον Χριστό. Δεν υπάρχει Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό (Γαλ.3, 25-29)». Και για την ουκρανική κοινότητα ήταν και παραμένει σπουδαίο να αισθάνονται ότι γίνονται δεκτοί, θα έλεγα ταπεινά φιλοξενούμενοι σε μία χώρα, σε έναν πολιτισμό, σε μία γλώσσα μακριά από την πατρίδα τους, στην εκκλησιαστική κοινωνία της Καθολικής Εκκλησίας. Και αυτή η αληθινά “καθολική” διάσταση της χριστιανικής μας ζωής, πάντοτε στη διπλή έννοια της προσφοράς και της υποδοχής της φιλοξενίας, δεν γεννιέται από μία απλή, και ταυτόχρονα απαραίτητη ανθρώπινη φιλανθρωπία, αλλά γεννιέται από το γεγονός ότι “βαπτιστήκαμε στον Χριστό και ντυθήκαμε τον Χριστό”. Είμαστε και ζούμε την οντότητά μας ως Καθολική Εκκλησία για έναν λόγο θεολογικό: γιατί είμαστε ένα «έν Χριστώ». Κατά τη στιγμή αυτή, κατά το Πάσχα μας του 2023 θέλω να ευχαριστήσω τον Κύριο γι’ αυτό το δώρο της παρουσίας της ουκρανικής κοινότητας στην Εκκλησία μας, στην Εξαρχία μας, μία παρουσία που περιλαμβάνει όλους και μας δεσμεύει ως χριστιανούς, επαναλαμβάνω, ώστε να υποδεχόμαστε και να γινόμαστε δεκτικοί, μία παρουσία που μας κάνει ευγνώμονες για το δώρο που λάβαμε και ταυτόχρονα μας κάνει ταπεινούς και φτωχούς στο να δίνουμε και να λαμβάνουμε. Και αυτό το δώρο γίνεται πάντοτε και λαμβάνεται χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς αξιώσεις, αποκλειστικά ως δώρο. Η παρουσία της ουκρανικής κοινότητας στην Εξαρχία, μαζί με όλους εμάς, Έλληνες, Ουκρανούς, Χαλδαίους, και όλους τους άλλους από τόσες και τόσες προελεύσεις, που είμαστε και είστε μέλη της Εκκλησίας μας, αναζωογονεί όλους μας, με νέα νεανικά πρόσωπα, πρόσωπα του μοναδικού Σώματος του Χριστού.

         Δεύτερο γεγονός μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο είναι ότι την Κυριακή, 30 Απριλίου 2023, θα τελέσουμε την 25η επέτειο της ιερατικής μου χειροτονίας, η οποία έγινε στις 18 Απριλίου 1998, στο μοναστήρι του Μοντσεράτ στην Ισπανία. Σας ζητώ να ενωθείτε στην προσευχή μου, στην ευγνωμοσύνη μου προς τον Κύριο για τη χάρη του, την ευσπλαχνία του, την αγάπη του κατά αυτά τα 25 χρόνια ιερατικής διακονίας, τα οποία έζησα αρχικά στο μοναστήρι μου, και στη συνέχεια επί 17 χρόνια στην υπηρεσία μου ως Διευθυντής του Ποντιφικού Ελληνικού Κολλεγίου στη Ρώμη, μέχρι την επισκοπική μου χειροτονία ως Επίσκοπος σας, τον Απρίλιο του 2016. Τα χρόνια της ιεροσύνης μου, τα οποία έζησα στο Ελληνικό Ποντιφικό Κολλέγιο, στη Ρώμη, μου επέτρεψαν να συναντήσω και να υποδεχθώ στο Κολλέγιο Ιεροσπουδαστές από τόσες και τόσες γεωγραφικές προελεύσεις: εθνικότητες, πολιτιστικές, γλωσσικές: Έλληνες, Ιταλούς, Ούγγρους, Ρουμάνους, Ουκρανούς, Λιβανέζους, Σύριους, Ισραηλινούς, Βούλγαρους, Σλοβάκους, Λευκορώσους και άλλους…, μέσα στην ενότητα της μοναδικής βυζαντινής θείας λατρείας, αλλά και με τον εμπλουτισμό ιεροσπουδαστών άλλων λατρευτικών παραδόσεων: Λατίνων, Χαλδαίων, Μαρωνιτών…. Ο πνευματικός αυτός πλούτος στο Ελληνικό Ποντιφικό Κολλέγιο με προετοίμασε ασφαλώς για να συναντήσω στην Αποστολική Εξαρχία μας διάφορες εθνικότητες και διαφόρους λειτουργικούς τύπους, πάντοτε μέσα στον πνευματικό πλούτο της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτόν τον εθνικό, γλωσσικό, λατρευτικό πλούτο οφείλουμε να τον ζούμε χωρίς εξαιρέσεις, σαν ένα μεγάλο δώρο του Κυρίου.

Αναφέρθηκα πολλές φορές στο Ψαλτήριο, το οποίο οι Συριακοί Πατέρες σχεδόν το προσωποποιούν, ονομάζοντας το “Δαβίδ”. Τελειώνω τον παρόντα στοχασμό μου με τον 81ο ψαλμό, τον οποίο ψέλνουμε ως “μοναδικό”, κατά τον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, και τον ψέλνουμε με πίστη και δύναμη, σχεδόν ως παράδειγμα της προσευχής και της παρρησίας της Εκκλησίας, στην αγωνιώδη αναμονή του Αναστάντα Χριστού:

 Άνάστα ο Θεός, κρίνον την γήν, ότι σύ καταληρονομήσεις έν πάσι τοίς έθνεσι”.

          +π. Εμμανουήλ Νιν

Αποστολικός Έξαρχος

Επίσκοπος Τιτουλάριος Καρκαβίας