Icona etiopica, xviii secolo
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΣΧΑ 2021
«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως. Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαβέτω νῦν τὸ δηνάριον. Εἴ τις ἀπὸ πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα·. Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων. Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδυτῆτα·φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον· ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης· καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει· κἀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται. καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ». (Πασχαλινός Κατηχητικός Λόγος του Αγίου
Ιωάννου Χρυσοστόμου).
Με τη
σύντομη αυτή παράγραφο της Κατήχησης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την
οποία διαβάζουμε και διακηρύττουμε με πίστη και δύναμη τη νύχτα του Πάσχα,
αρχίζω αυτήν την παρούσα πασχαλινή επιστολή μου, γιατί πιστεύω ότι αυτή
συνοψίζει και φέρνει στην επιφάνεια αυτό που είμαστε και ζούμε κάθε χρόνο στο
Πάσχα, και ιδιαίτερα κατ’ αυτό το δεύτερο Πάσχα της πανδημίας. Η παράγραφος
αυτή του Χρυσοστόμου συγκεντρώνει όχι μόνο αυτό που αποτελεί την πραγματικότητα
της χριστιανικής μας ζωής, αλλά και αυτό που είναι η σχέση μας με τον Κύριο:
είμαστε εργάτες στον αμπελώνα του, εργάτες που είθε να εργαστούμε από την πρώτη
ώρα με επιμέλεια και ευλάβεια, περιμένοντας τον δίκαιο μισθό μας· είθε να
φτάσουμε στην Τρίτη ώρα με τον πόνο να γίνουμε δεκτοί στη γιορτή· ίσως να
φτάσουμε μονάχα στην έκτη ώρα, αλλά με εμπιστοσύνη ότι δεν θα αποκλειστούμε·ίσως
να καθυστερήσουμε μέχρι την ένατη ώρα, και με δυσκολία πλησιάζουμε στην εργασία
μας, η οποία τώρα πια έγινε βραδυνή·τελικά, ίσως είμαστε εργάτες οκνηροί, που
αμελείς φτάσαμε μονάχα στην ενδέκατη ώρα, αλλά παρόλα ταύτα γίναμε δεκτοί από
Εκείνον που έχει ανοιχτές αγκάλες για τον τελευταίο, όπως και για τον πρώτο,
ελεεί εκείνον που δεν έκανε σχεδόν τίποτα, και τιμά εκείνον που Του πρόσφερε
όλο τον καιρό, όλη τη ζωή του. Γιατί ο Κύριος, (παραφράζοντας την τελευταία
φράση του κειμένου) ….δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. καὶ
τὴν πρᾶξιν
τιμᾷ, καὶ
τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ».
Το
τμήμα αυτό της χρυσοστομικής κατήχησης συγκεντρώνει αυτό που είναι η σχέση μας
με τον Κύριο, ιδιαίτερα κατά τους τόσο μακρινούς αυτούς μήνες της δοκιμασίας,
του πόνου, οι οποίοι στην αρχή ήταν επίσης μήνες επανάστασης για τόσους και
τόσους άντρες και γυναίκες, που έκαναν να ανεβαίνουν από την καρδιά στα χείλη
τους ερωτήσεις, που ήταν και προσευχές: «Έως πότε Κύριε; ….. γιατί Κύριε; ….».
Αυτά τα ερωτήματα, αυτές οι ικεσίες, αυτές οι φωνές, σιγά σιγά, ενώ περνούν οι
μήνες, έγιναν προσευχές, ασφαλώς με πίστη και ελπίδα προς Εκείνον, ο οποίος
(όπως τον επικαλούμαστε στη βυζαντινή μας παράδοση), είναι «ο γιατρός των ψυχών
και των σωμάτων μας». Αλλά οι προσευχές αυτές μπορούν να χάσουν τη δύναμή τους,
σχεδόν να αποκρυφτούν και να δεχτούν ως κάτι το αναπόφευκτο αυτό που συμβαίνει
σε όλη την ανθρωπότητα. Λες και εμείς οι χριστιανοί δεν λέω πέσαμε, αλλά
προσαρμοστήκαμε σε μία χριστιανική ζωή μακριά από τις εκκλησίες μας, μακριά από
τα αδέλφια μας, και κατά κάποιο τρόπο «εξαρτημένοι» από τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και την τεχνολογία· αυτά τα μέσα και αυτή η τεχνολογία μας
επιτρέπουν να συνεχίζουμε την εργασία μας και τη μελέτη μας, αλλά στον
εκκλησιαστικό τομέα δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντικαταστήσουν τη ζωή της
προσωπικής και της κοινοτικής προσευχής μέσα στην Εκκλησία, δεν θα
αντικαταστήσουν ποτέ τη μυστηριακή ζωή, η οποία είναι θεμελιώδης για τη
χριστιανική μας ζωή.
Σταματώ
μονάχα στη διάσταση της προσευχής, και στην άποψη της καθημερινής πιστότητας,
μιας προσευχής μέσα στην Εκκλησία, μέσα στην οικογένεια, μέσα στην χριστιανική
μας καρδιά. Και εδώ κάνω τη σύνδεση με την παράγραφο του Χρυσοστόμου την οποία
ανέφερα στην αρχή: προσευχή προσωπική και προσευχή κοινοτική, και οι δύο
πάντοτε προσευχές εκκλησιαστικές στις οποίες μερικές φορές θα είμαστε εργάτες
από την πρώτη ώρα, γεμάτοι ζήλο και θερμότητα, και άλλες φορές θα είμαστε
εργάτες της ενδέκατης ώρας, αν όχι οκνηροί, ασφαλώς αμελείς, και αδύνατοι. Αλλά
πάντοτε γεμάτοι εμπιστοσύνη ότι ο Κύριος έχει υπομονή για μας, είτε η προσευχή
μας είναι θερμή και επίμονη, είτε αυτή είναι ασθενική, βέβαιοι στην
συνειδητοποίηση μας ότι Αυτός «..καὶ τὰ ἔργα
δέχεται, καὶ τὴν
γνώμην ἀσπάζεται. καὶ τὴν πρᾶξιν
τιμᾷ, καὶ
τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ».
Η προέκταση
του κόσμου μας στην πανδημία του κορωνοϊού, οι ατέλειωτοι μήνες στους οποίους
είμαστε σχεδόν καρφωμένοι, περιμένοντας να φτάσουμε στο τέλος των πόνων μας,
χάρη σε ένα εμβόλιο που θα μας φέρει ασφαλώς την θεραπεία αλλά προπάντων θα μας
οδηγήσει στην ελευθερία εκείνη την οποία αισθανόμαστε ως χαμένη ή σχεδόν
δεσμευμένη, με οδηγούν συχνά να σκεφτώ την απαραίτητη υπομονή που χρειαζόμαστε
για να αντιμετωπίσουμε την παρούσα στιγμή. Πραγματικά, τόσες και τόσες φορές ο
ένας και ο άλλος προσπαθήσαμε να βρούμε θάρρος με την επιθυμία και την ευχή
μιας καλής δόσης αναμονής και υπομονής.
Και τώρα στις πύλες του Πάσχα, το οποίο εφέτος για
μας στην Ελλάδα συμπίπτει με μία καθυστερημένη άνοιξη, σκέπτομαι συχνά και την
υπομονή του Κυρίου· Αυτός ο ίδιος έχει υπομονή για μας, και μας υπομένει
πάντοτε, τόσο όπως στην αρχή της πανδημίας, όταν ήμασταν οργισμένοι για τις
στερήσεις και τους περιορισμούς (πέρυσι διαμαρτυρόμαστε γιατί «δεν μπορούσαμε
να κάνουμε…, δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε…»), όσο και εφέτος, όταν η συνεχιζόμενη
πανδημία και οι περιορισμοί της, μας έχουν σχεδόν αποκρύψει, και μας έκαναν να
χάσουμε ακόμα και την επιθυμία να μιλούμε, να ζητούμε, να προσευχόμαστε.
Ο Κύριος έχει πάντοτε υπομονή για μας, τόσο όταν
επιμένουμε στην προσευχή μας, όσο και όταν εγκαταλειπόμαστε σε μία αδιαφορία,
σαν να μην ενδιαφερόμαστε πια για το πότε και το πώς θα τελειώσει αυτή η
κατάσταση, που μας δοκιμάζει εδώ και ένα χρόνο. Στην επιστολή μου για τη φετινή
Σαρακοστή, σας προέτρεπα να ζήσετε αυτήν την περίοδο «με προσευχή και με
προσοχή». Και τώρα, στις πύλες του Πάσχα, υπογραμμίζω ακόμα τη διπλή αυτή
όψη, αλλά υπογραμμίζοντας προπάντων την πρώτη… «με προσευχή…» μια
προσευχή επίμονη, δυνατή, σταθερή. Όταν ήμουν Διευθυντής του Ποντιφικού
Ελληνικού Κολλεγίου, έλεγα συχνά μεταξύ σοβαρού και αστείου στους
ιεροσπουδαστές ότι ενίοτε πετύχαιναν μία άδεια (την οποία στην αρχή τους την
είχα αρνηθεί), την πετύχαιναν «διαμέσου της εξάντλησης» έτσι μου άρεσε να λέω,
ασφαλώς της δικής μου εξάντλησης έναντι της επίμονης αίτησής τους. Στην Αγία
Γραφή βρίσκουμε παραδείγματα αυτής της επίμονης προσευχής, με ολοκληρωτική
παρρησία προς τον Κύριο. Σκέπτομαι τα κείμενα της Γεν.18, 20-23, όπου ο Αβραάμ
με μεγάλη επιμονή απευθύνεται στον Κύριο και ικετεύει για να σωθούν τα Σόδομα
χάρη στους πενήντα δικαίους, έπειτα χάρη στους σαράντα …. μέχρι χάρη στους δέκα
δικαίους της πόλης. Έπειτα σκέπτομαι την παραβολή του Λκ.18, 2-5, όπου η χήρα
ζητά επίμονα δικαιοσύνη από τον δικαστή. Σ΄αυτά τα κείμενα βρίσκουμε καθαρά
αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε υπομονή του Κυρίου προς εμάς. Βρίσκουμε τον
Κύριο, ο οποίος είναι υπομονετικός, ο οποίος ακούει, υποκύπτει στην επίμονη
προσευχή. Η υπομονή του Κυρίου, η καλοσύνη του Κυρίου, η οποία φανερώνεται με
την παραβολή της επίμονης χήρας, και σ’ αυτήν την περίπτωση, ας μου επιτραπεί η
έκφραση «χάρη στην εξάντληση». Τελικά,
έχουμε και την Κατήχηση του Χρυσοστόμου, όπου ο Κύριος δέχεται τον
εργάτη της πρώτης, της τρίτης, μέχρι και της ενδέκατης, τον τελευταίο εργάτη,
σχεδόν σαν να τον περιμένει ακριβώς αυτόν η υπομονή του Κυρίου.
Πέρυσι ο Κύριος ήταν υπομονετικός για μας, για την
αγωνία μας, για τον φόβο μας, για το αίσθημα ότι είμαστε ανυπεράσπιστοι, σχεδόν
ανήμποροι μπροστά στην πανδημία του COVID19. Ήταν
επίσης υπομονετικός μπροστά στη δυσφορία μας, σχεδόν μπροστά στην εξέγερσή μας
για τα δραστικά μέτρα τα οποία εμπόδιζαν την συμμετοχή μας στις λατρευτικές
τελετές, τις οικογενειακές ή φιλικές συναντήσεις μας, τις εκδηλώσεις της πίστης μας, της ανθρωπιάς μας, η οποία
αποτελείται από σχέσεις και συναντήσεις.
Ο Κύριος είναι πάντοτε υπομονετικός προς εμάς, είτε
στην εξέγερσή μας, είτε στην απόκρυψή μας και στην αποστροφή μας. Ο Κύριος ποτέ
δεν απομακρύνεται από εμάς, αντίθετα κατεβαίνει στον Άδη, στα κατώτερα μέρη της
γης, για να τραβήξει έξω τον Αδάμ και την Εύα, και όλη την ανθρωπότητα (όλους
εμάς), για να μας επαναφέρει στον Παράδεισο.
Κατά το Πάσχα ετούτο, (όπως για κάθε Πάσχα της ζωής
μας), σας στέλνω την ευλογία μου και την ευχή μου: μείνετε σταθεροί και σε
κοινωνία με ολόθερμη, διαρκή και επίμονη προσευχή προς Αυτόν «ο οποίος ακούει
την προσευχή μας, και προσηλώνει το αυτί του στην ικεσία μας».
π. Εμμανουήλ Νιν
Αποστολικός Έξαρχος
Lettera Pastorale. Pasqua 2021
“Se uno è pio e amico di Dio, goda di questa
solennità bella e luminosa. Il servo d’animo buono entri gioioso nella gioia
del suo Signore. Chi ha faticato nel digiuno, goda ora il suo denaro. Chi ha
lavorato sin dalla prima ora, riceva oggi il giusto salario. Se uno è arrivato
dopo la terza ora, celebri grato la festa. Se uno è giunto dopo la sesta ora, non
dubiti perché non ne avrà alcun danno. Se uno ha tardato sino all’ora nona, si
avvicini senza esitare. Se uno è arrivato solo all’undicesima ora, non tema per
la sua lentezza: perché il Sovrano è generoso e accoglie l’ultimo come il
primo. Egli concede il riposo a quello dell’undicesima ora, come a chi ha
lavorato sin dalla prima. Dell’ultimo ha misericordia, e onora il primo. Dà
all’uno e si mostra benevolo con l’altro. Accoglie le opere e gradisce la
volontà. Onora l’azione e loda l’intenzione”. (Catechesi di San Giovanni
Crisostomo).
Inizio
questa mia lettera pasquale con questo paragrafo della Catechesi di San
Giovanni Crisostomo che leggiamo, che proclamiamo con fede e con forza la notte
di Pasqua, perché credo che essa riassuma e metta in evidenza quello che siamo
e viviamo ogni anno nella Pasqua, e specialmente in questa seconda Pasqua nella
pandemia. Il brano del Crisostomo centra quello che è non soltanto la realtà
della nostra vita cristiana, ma anche quello che è il nostro rapporto con il
Signore: siamo operai nella sua vigna, operai che magari abbiamo lavorato dalla
prima ora con impegno e devozione in attesa del salario giusto; che magari
siamo arrivati all’ora terza con l’anelito di essere accolti alla festa; forse
giunti soltanto all’ora sesta ma fiduciosi di non essere respinti; forse
ritardatari dell’ora nona che a stenti si avvicinano al lavoro ormai diventato
soltanto serale; infine forse operai pigri, svogliati e giunti soltanto all’undicesima
ora, ma pur sempre accolti da Colui che ha le braccia aperte all’ultimo come al
primo, ha misericordia di chi non ha fatto quasi niente, e onora colui che gli
ha dato tutto il suo tempo, tutta la sua vita. Perché il Signore, parafrasando
l’ultima frase del testo, “…accoglie e
gradisce… Onora e loda…”.
Questo brano della catechesi crisostomiana centra quello
che è il nostro rapporto con il Signore specialmente in questi lunghissimi mesi
di prova, di sofferenza, che all’inizio furono anche di ribellione da parte di
tanti uomini e donne, che facevano affiorare dal cuore alle labbra quelle
domande che erano anche preghiere: “Fino a quando, Signore… Per ché, Signore”.
Domande, suppliche, grida che man mano, mentre i mesi passavano, sono diventate
preghiere sicuramente di fede e di speranza in Colui che, come invochiamo nella
tradizione bizantina, è “il medico delle nostre anime e dei nostri corpi”.
Preghiere che però possono anche perdere forza, e quasi appiattirsi e accettare
come qualcosa ineludibile quello che sta succedendo all’umanità intera. Quasi
che noi i cristiani fossimo non dico caduti, ma ci fossimo adattati a una vita
cristiana lontana dalle chiese, lontana dai fratelli e in qualche modo
“coperta” dai mezzi e dalla tecnologia che ci aiuta certamente e ci permette di
continuare a lavorare, a studiare, ma che a livello ecclesiale non potrà mai sostituire
la vita di preghiera personale e comunitaria nelle chiese e come Chiesa, non
sostituirà mai la vita sacramentale che è fondamentale per la nostra vita
cristiana.
Mi soffermo soltanto nella dimensione della preghiera, e
nel suo aspetto di fedeltà quotidiana, preghiera fatta nella chiesa, nella
famiglia, nel proprio cuore cristiano. E qua faccio il collegamento con il
brano del Crisostomo citato all’inizio: preghiera personale e preghiera
comunitaria, ambedue ecclesiali sempre, in cui delle volte saremo operai della
prima ora, pieni di zelo e di fervore, e delle volte saremo operai dell’undicesima
ora, se non pigri certamente svogliati e deboli. Sempre però fiduciosi che il
Signore è paziente con noi, sia la nostra preghiera fervida ed insistente, sia
forse fiacca, fiduciosi nella consapevolezza che Lui sempre “accoglie le
opere e gradisce la volontà. Onora l’azione e loda l’intenzione”.
Il
prolungarsi nel nostro mondo della pandemia del coronavirus, i lunghissimi mesi
uno dopo l’altro in cui siamo quasi inchiodati in una attesa dell’arrivo della
fine delle sofferenze, grazie a un vaccino che ci porti la guarigione, certamente,
ma soprattutto ci riporti quella libertà che sentiamo che ci è stata strappata o
quasi sequestrata, mi ha portato spesso a pensare alla pazienza necessaria ad
affrontare il momento attuale. Infatti, tante volte l’un l’altro abbiamo
cercato di incoraggiarci con il desiderio e l’augurio di una buona dose di
attesa e di pazienza.
E adesso,
alle porte della Pasqua che quest’anno da noi in Grecia ci capita già ben
inoltrata la primavera, penso spesso anche alla pazienza del Signore, a Lui
stesso che sempre è paziente verso di noi, e ci sopporta sempre, sia quando come
all’inizio della pandemia e delle restrizioni eravamo arrabbiati per le rinunce
a cui le restrizioni ci obbligavano -l’anno scorso ci rivoltavamo contro quel
“non poter fare…, non poter andare…”-, sia adesso quando il prolungarsi della
pandemia e delle restrizioni ci ha quasi appiattiti e ci ha fatto perdere anche
la voglia di dire, di chiedere, di pregare.
Il
Signore è sempre paziente verso di noi, sia quando siamo insistenti nella
nostra preghiera, sia anche quando forse ci lasciamo andate a un appiattimento,
quasi una noncuranza, quasi non ci importasse più il quando ed il come finirà
questa situazione che ci mette a prova da più di un anno. Il Signore ci aspetta
sempre, ci accoglie sempre, sia alla prima che all’undicesima ora. Nella mia
lettera per la Quaresima di quest’anno vi incoraggiavo a vivere questo periodo
“con preghiera e attenzione”, “…με προσευχή
και προσοχή”. E
adesso, alle porte della Pasqua sottolineo ancora questo doppio aspetto, la
preghiera e la vigilanza, l’attenzione. Ma evidenziando soprattutto il primo:
“con preghiera… με προσευχή”,
una preghiera insistente, forte, costante che ci sprona a bussare continuamente
alla porta della misericordia del Signore. Quando ero Rettore del Pontificio
Collegio Greco a Roma, dicevo tra il serio ed il faceto che i seminaristi
riuscivano delle volte ad ottenere un permesso -da me forse negato loro in un
primo momento-, riuscivano ad ottenerlo “per via di esaurimento”, così mi
piaceva chiamarlo, esaurimento mio e non loro certamente. Nella Sacra Scrittura
troviamo esempi di questa preghiera insistente fatta nella parresia più totale
verso il Signore. Penso al testo di Gen 18,20-33 con Abramo che insistentemente
alla presenza del Signore intercede per quei cinquanta, quarantacinque… fino a
dieci uomini giusti di Sodoma. Poi la parabola di Lc 18,2-5 con la vedova
insistente presso il giudice. In questi testi troviamo ben evidenziata quello
che potremo chiamare la pazienza del Signore verso di noi. Il Signore che è
paziente, che ascolta, che subisce l’insistente preghiera di Abramo. La
pazienza del Signore, la sopportazione del Signore messa in evidenza con la
parabola della vedova insistente, anche qua quasi “per via di esaurimento”, mi
si consenta l’espressione. Infine, pure la Catechesi del Crisostomo in cui il
Signore accoglie l’operaio della prima, della terza, fino a quello
dell’undicesima, l’ultimo arrivato, quasi la pazienza del Signore lo portasse
ad aspettarlo, proprio lui.
L’anno
scorso il Signore fu paziente verso di noi nella nostra angoscia, nella nostra
paura, nel nostro sentirci indifesi, quasi impotenti di fronte alla pandemia
Covit-19, e fu paziente anche verso la nostra insofferenza e quasi ribellione
di fronte sia alle misure drastiche imposte dallo stato per il nostro bene, per
il bene dell’intera umanità sicuramente, misure che ci impedivano la
partecipazione alle celebrazioni liturgiche, gli incontri familiari o tra
amici, manifestazioni della nostra fede, della nostra umanità fatta di
relazioni e di incontri.
Il
Signore è sempre paziente verso di noi, sia che siamo ribelli, sia che siamo
appiattiti e svogliati, il Signore che da noi non si allontana, mai e mai, anzi
scende nell’Ade, negli inferi per tirarne fuori Adamo ed Eva e tutta l’umanità
e riportare loro e noi in Paradiso.
In
questa Pasqua vi mando la mia benedizione e l’augurio di rimanere fermi ed in
comunione nella preghiera fervente, costante ed insistente presso Colui che “ascolta
la nostra preghiera, che porge il suo orecchio alla nostra supplica”.
+P. Manuel Nin
Esarca Apostolico