Καλά Χριστούγεννα
Buon Natale
Εὐτρεπίζου Βηθλεέμ· ἤνοικται γὰρ ἡ Ἐδέμ, ἑτοιμάζου Ἐφραθᾶ· ἀνανεοῦται γὰρ ὁ Ἀδάμ, καὶ ἡ Εὔα σὺν αὐτῷ· ἡ κατάρα γὰρ λέλυται, ἡ σωτηρία ἐν κόσμῳ ἐξήνθησε, καὶ ψυχαὶ τῶν Δικαίων εὐτρεπίζονται, ὡς προῖκα δωροφορίας, ἀντὶ μύρου τὸν ὕμνον προσάγουσαι, σωτηρίαν ψυχῆς, καὶ ἀφθαρσίαν κομιζόμεναι. Ἰδοὺ γὰρ ἐν φάτνῃ ἀνακείμενος, προτρέπει ὑμνῳδίαν πνευματικὴν ἐπιτελέσαι, τους βοῶντας ἀπαύστως· Κύριε δόξα σοι.
Prepàrati,
Betlemme, perché l’Eden è stato aperto; prepàrati, Efrata, perché Adamo viene
rinnovato, ed Eva con lui: è sciolta infatti la maledizione, la salvezza è
fiorita nel mondo, e le anime dei giusti si preparano, presentando l’inno in
luogo di unguento profumato, come dono in offerta, e ricevendo la salvezza
dell’anima e l’incorruttibilità. Ecco infatti che, giacendo nella mangiatoia,
Cristo induce a cantare un inno spirituale quelli che senza posa acclamano:
Signore, gloria a te.
(Tropario del 23 dicembre)
Πολυαγαπημένα μου αδέλφια,
Φθάσαμε
στις πύλες του εορτασμού των Γενεθλίων του Κυρίου Μας Ιησού Χριστού, και η
βυζαντινή θεία λατρεία μας προετοίμασε με μία χρονική περίοδο σαράντα ημερών,
γνωστή με το όνομα «Σαρακοστή των Χριστουγέννων». Με τον τρόπο αυτό γίνεται παραλληλισμός
ανάμεσα στα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ανάμεσα στη Γέννηση του Λόγου του Θεού,
ενσαρκωμένου από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία και τα τίμια Πάθη του,
τον Θάνατό του και την Ανάστασή του. Αυτός ο παραλληλισμός μας κάνει να βλέπουμε
ένα γεγονός ωραίο και σπουδαίο στη βυζαντινή παράδοση: την ίδια τη θεία λατρεία
και ιδιαίτερα το λειτουργικό έτος το οποίο βλέπουμε και το οποίο ζούμε ως χώρο
της θείας παιδαγωγίας. Κατά τις εβδομάδες οι οποίες προηγούνται των
Χριστουγέννων, ψέλνουμε ωραιότατα τροπάρια, τα οποία θα τα ψάλουμε και πάλι
τόσες φορές κατά τη χριστουγεννιάτικη περίοδο και τα οποία αρχίζουν με τη
φράση: «Η Παρθένος σήμερον». Αυτό το σήμερον μαζί με τη Μητέρα του Θεού και
μαζί με όλη την Εκκλησία, μας οδηγούν προς το σπήλαιον της Βηθλεέμ, όπου
γεννιέται ο Κύριος, ο οποίος είναι το φως του κόσμου.
Η
μακρά και ωραιότατη σειρά των «Θεοτοκίων» (δηλαδή τροπαρίων προς την Θεοτόκον),
μας κάνει να προγευόμαστε όλο το μυστήριο της Ενσαρκώσεως: την αναμονή μέσα
στην εμπιστοσύνη, τη φτώχια της ανθρωπότητας η οποία υποδέχεται τον Λόγο του
Θεού, όλες τις μορφές και τις προσωπικότητες, ακόμα και τους τόπους της Παλαιάς
Διαθήκης, τα οποία (επιτρέψτε μου την έκφραση), εμφανίζονται κατ’ αυτές τις
μέρες, με τις γιορτές τόσων και τόσων προφητών κάθε φορά κατά την οποία στα
λειτουργικά κείμενα η Βηθλεέμ συνδέεται με την Εδέμ του Θεού, η οποία
παρουσιάζεται ως «αμνάς», ένας τίτλος τον οποίο θα ξαναβρούμε κατά τη Μεγάλη
Εβδομάδα, δηλαδή εκείνη η οποία φέρνει στα σπλάχνα της τον Χριστό τον Αμνό του
Θεού. Μία ολόκληρη σειρά φυσιογνωμίας, προσωπικότητες και χώροι, όπως σας έλεγα,
η οποία σειρά εμφανίζεται επάνω στη λατρευτική σκηνή των εβδομάδων αυτών, από
τα τέλη Νοεμβρίου και μετά, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει (στη δυνατή έννοια
της λέξης «υπενθυμίζω»), ότι αποτελούμε μέλη μίας ιστορίας, μίας ανθρωπότητας,
που περίμενε τον Μεσσία, μέσα σε αγρυπνία εμπιστοσύνης, αλλά και μέσα στο
σκοτάδι, μέσα στην αμφιβολία, μέσα στην αμαρτία μία ιστορία και μία
ανθρωπότητα, που ίσως δεν βρίσκονται πια στην αναμονή, αλλά που παραμένουν στο
σκοτάδι και στην αμαρτία. Μία ανθρωπότητα, η δική μας, η οποία αγαπάται,
σώζεται και λυτρώνεται από τον Χριστό.
Επίσης
σε κοινωνικό επίπεδο, η εξωτερική εμφάνιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και
κινούμαστε, μας κάνει να σκεπτόμαστε, αν και κατά τρόπο πολύ επιφανειακό, τα
Χριστούγεννα αλλά πρόκειται για μία κοινωνία όπου τα πρωτεία τα κατέχει η
επιθυμία για τα εύκολα πράγματα, για τα εφήμερα, για τα συμφεροντικά μας
ενδιαφέροντα, μία κοινωνία στην οποία έχει χαθεί το πρωτείο της αγάπης, όχι
μόνο προς τον Θεό αλλά και προς τον συνάνθρωπό μας, προς τον αδελφό που
βρίσκεται δίπλα μας. Το πρωτείο αυτό το κατέχει ο εγωιστικός εαυτός μας, αυτός
που μερικές φορές δεν είναι πια ικανός ν αγαπά και να αγαπιέται, ένας
εγωιστικός εαυτός, ο οποίος αρνείται κάθε όριο, κάθε πόνο, κάθε ασθένεια… ένας
εγωιστικός εαυτός ο οποίος ξεχνά να προσφέρει στον άλλο την αγάπη του, την
δωρεάν αγάπη του, το απλό προσωπικό δώρο του.
Τώρα
που φτάσαμε πλέον στις πύλες των Χριστουγέννων, γιορτάζοντας την κατά σάρκα
γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, η βυζαντινή θεία
λατρεία μας καλεί, (θα έλεγε ότι μας καθοδηγεί χέρι, χέρι), μαζί με την
Αειπάρθενο Μαρία και όλη την Εκκλησία, προς το σπήλαιο της Βηθλεέμ, για να
υποδεχθούμε Αυτόν που έρχεται, Αυτός ο οποίος, ενώ είναι ο Αιώνιος Λόγος του
Θεού, γίνεται ένας από εμάς. Γι’ αυτό σας προτείνω την ανάγνωση και ένα σύντομο
σχόλιο δύο κειμένων, από τα χριστουγεννιάτικα Κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού
(+555). Τα Κοντάκια είναι θεολογικά ποιήματα, συνήθως με 24 στροφές οι οποίες
συχνά ακολουθούν το ελληνικό αλφάβητο. Ο συγγραφέας ή και τόσοι άλλοι ανώνυμοι
συγγραφείς στα Κοντάκια αυτά αναπτύσσει, ψέλνει ένα θεολογικό θέμα, συνδεόμενο
με μία γιορτή, ή με έναν εορταζόμενο άγιο. Τα κοντάκια είναι ένα φιλολογικό
είδος, που το συναντούμε ήδη από τον τέταρτο αιώνα, στη συριακή παράδοση ειδικά
στα γραπτά έργα του Αγίου Εφραίμ του Σύρου (+373). Ο Ρωμανός Ο Μελωδός έγραψε
τρία κοντάκια για τα Χριστούγεννα, και στο δεύτερο από αυτά βρίσκουμε ένα θέμα,
το οποίο αρχικά ενδέχεται να μας καταπλήξει. Σας προτείνω να το μελετήσουμε:
πρόκειται για ένα «προσκύνημα», για μία «επίσκεψη» του Αδάμ και της Εύας προς
το νεογέννητο βρέφος, μέσα στο σπήλαιο. Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για ένα
θέμα, το οποίο στην πρώτη του ανάγνωση μας εκπλήσσει αλλά η έκπληξή μας
μειώνεται, όταν σκεφθούμε τον παραλληλισμό για τον οποίο σας μίλησα, ένα
παραλληλισμό τον οποίο κάνουν η βυζαντινή θεία λατρεία και η βυζαντινή
εικονογραφία, ανάμεσα στα Χριστούγεννα
και στο Πάσχα. Θυμηθείτε πως στη βυζαντινή εικονογραφία, για τα Χριστούγεννα,
βρίσκουμε τον Χριστό γεννημένο, τυλιγμένο στα σπάργανα, βαλμένο σε μία φάτνη
σαν ενταφιασμένο μέσα σ’ ένα σπήλαιο και συνέχεια κατά το Πάσχα, βρίσκουμε τον
Χριστό ντυμένο στα λευκά, να κατεβαίνει σε ένα άλλο σπήλαιο, στον Άδη από όπου
ανασταίνει τον Αδάμ και την Εύα.
Το
δεύτερο χριστουγεννιάτικο Κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού, το οποίο θέλω να
σας προτείνω, αποτελείται από 18 στροφές. Το ποίημα αναπτύσσει το θέμα του, σε
διάφορες στροφές, με αυτόν τον τρόπο: η Μαρία, η Θεοτόκος, Θα έλεγε κανείς ότι
ψέλνει το «νάνι νάνι» για το νεογέννητο βρέφος, ένα ψαλμό ο οποίος ξυπνά την
Εύα από τον αιώνιο ύπνο της, και η Εύα (όπως στο βιβλίο της Γενέσεως), πείθει
τον Αδάμ να μεταβούν μαζί στο σπήλαιο για να καταλάβουν τι λέει αυτός ο ψαλμός
της Μαρίας. Φτάνοντας εκεί προσεύχονται ζητώντας τη μεσιτεία της Θεοτόκου για
την τύχη τους, δηλαδή για τη συμφορά
τους να διωχθούν έξω από τον παράδεισο. Η Μαρία τους ενθαρρύνει και πλησιάζει
προς τον Υιό της και υποστηρίζει την υπόθεση των πρωτόπλαστων. Ο Ιησούς
αποκαλύπτει στη Μαρία την ευρύτητα της αγάπης του για τους ανθρώπους, μέχρι
θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Τελικά η Μαρία στρέφεται προς τον Αδάμ
και την Εύα και ζητά απ’ αυτούς να έχουν υπομονή.
Θέλω να υπογραμμίσω αποκλειστικά δύο
στροφές, στις οποίες ο Ιησούς αποκαλύπτει στη Μαρία τη μοναδική αιτία της
δράσεως του, εκ μέρους του Θεού: δηλαδή της Θεϊκής αγάπης προς τον άνθρωπο.
Με
καταπιέζει η αγάπη την οποία αισθάνομαι για τον άνθρωπο» απαντά ο Δημιουργός.
Εγώ ω Θυγατέρα μου και Μητέρα μου, δεν θα σε λυπήσω. Θα σε κάνω να γνωρίσεις
όλα όσα κάνω και θα έχω σεβασμό για την ψυχή σου, ω Μαρία. Το βρέφος το οποίο
βαστάς τώρα στην αγκαλιά σου, δεν θ’αργήσεις να το δεις με τα χέρια καρφωμένα,
γιατί αγαπά τον λαό σου. Αυτόν που εσύ τρέφεις, άλλοι θα ποτίσουν με χολή,
αυτόν τον οποίο εσύ ονομάζεις ζωή, θα τον δεις να κρέμεται στον σταυρό, και θα
κλαις για τον θάνατό του. Αλλά εσύ θα με σφίξεις στην αγκαλιά σου, όταν θα
αναστηθώ, ω Κεχαριτωμένη.
Όλα
αυτά θα τα υποφέρω ευχαρίστως, και αιτία όλων αυτών είναι η αγάπη την οποία
πάντα αισθανόμουν και συνεχίζω και τώρα να αισθάνομαι για τους ανθρώπους, είναι
η αγάπη ενός Θεού, ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να σώσει τους
ανθρώπους. Ακούοντας αυτά τα λόγια η Μαρία φώναξε ένα κλαυθμό: Ω σπλάχνο μου,
οι ασεβείς να μη σε καταπατήσουν! Όταν θα μεγαλώσεις ω Υιέ μου, να μη σε δω
θυσιασμένο! Αλλά Εκείνος προσθέτει: Μην κλαίς Μητέρα γι’ αυτό που δεν ξέρεις:
αν όλα αυτά δεν εκπληρωθούν, όλοι εκείνοι, για τους οποίους με ικετεύεις, θα
χαθούν, ω Κεχαριτωμένη.
Επειδή αγαπά τον λαό σου…. ένας
Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει…. Αυτή
είναι η πραγματικότητα, η μοναδική πραγματικότητα την οποία γιορτάζουμε κατά
τις ημέρες αυτές των Χριστουγέννων, κατά τις οποίες γιορτάζουμε τη χριστιανική
μας πίστη: είναι η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, η αγάπη που φανερώθηκε
ολοκληρωτικά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και την πραγματικότητα αυτή τη
γιορτάζουμε, τη ζούμε σε ολόκληρη τη ζωή μας ως χριστιανοί. Αυτό σημαίνει να
ζούμε τη ζωή μας συμμεριζόμενοι ίσως και αντιστεκόμενοι με την πίστη μας με ένα
κόσμο (τουλάχιστον τον κόσμο που μας περιβάλλει άμεσα), σημαδεμένο δυνατά από
τον ατομικισμό από το ξέχασμα του πλησίον μας, από την άγνοια των άλλων, μία
πίστη η οποία οφείλει να κηρύττει ένα Θεό, ο οποίος προσφέρεται δωρεάν, ο
οποίος συγχωρεί, αγαπά, και επειδή αγαπά θυσιάζεται για τους άλλους, ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώζει, όπως
μας λέει ο Ρωμανός ο Μελωδός. Κατά τι μέρες αυτές, βλέποντας τα πλήθη στους
δρόμους των πόλεών μας, ας διερωτηθούμε: τι ζητά αυτός ο κόσμος; Ένα πράγμα
είναι καθαρό: στα πλήθη αυτά των ανθρώπων μέσα στους δρόμους μας οφείλουμε να
κηρύττουμε, να αναγγέλλουμε: ότι ο Θεός αγαπά τον λαό του και
δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει…
Υπάρχει επίσης και μία άλλη ανθρωπότητα στην οποία οφείλουμε να μεταφέρουμε το
μήνυμα του Ευαγγελίου, μία ανθρωπότητα η οποία βρίσκεται στη φτώχεια, μέσα στον
πόνο μία ανθρωπότητα την οποία ίσως δεν βλέπουμε, ή απλά την διακρίνουμε από
μακριά.
Γιατί αγαπά τον λαό σου… ένας
Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει… Αυτή
είναι η πίστη μας, η πίστη την οποία ζούμε, την οποία καθημερινά αναγγέλλουμε
στην Εξαρχία μας, η οποία είναι η Εκκλησία μας. Πρόκειται για μία Εκκλησία,
ακριβώς τη δική μας, η οποία δεν είναι μία πραγματικότητα φανταστική, ιδανική,
αλλά πραγματική και συγκεκριμένη, στην Ελλάδα του «σήμερον», του 2017, στην
Ελληνική Καθολική Εξαρχία. Είναι η δική μας Εκκλησία, ευλογημένη και αγαπημένη
από τον Κύριο, με τις αξίες της και με τις ελλείψεις της, αλλά, (ποτέ ας μην το
λησμονούμε), πάντοτε αγαπητή και ποθητή από τον Κύριο. Μία Εκκλησία που
αναγγέλλει το Ευαγγέλιο, τελεί τη θεία λατρεία και τα ιερά μυστήρια, τελεί και
ζει την αγάπη. Η καθημερινή ζωή της Εξαρχίας είναι μία χάρη, και μερικές φορές
η καθημερινότητα ενδέχεται να παραμορφώνει αυτή τη χάρη, μία ζωή η οποία μας
ζητά επίσης μία μεγάλη αγάπη, μία μεγάλη υπομονή, μία μεγάλη γενναιοδωρία, και
επίσης κάποια δόση καλού «χιούμορ». Θυμηθείτε το ωραίο κείμενο του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο οποίο λέγεται ότι: η αγάπη χωρίς μαρτύριο μπορεί
να έχει οπαδούς, αλλά οι μάρτυρες χωρίς αγάπη δεν μπορούν ποτέ να γεννήσουν
οπαδούς.
Κατά τα Χριστούγεννα αυτά και στην
αρχή του νέου πολιτικού έτους θέλω να σας ενθαρρύνω να μην κουράζεστε ποτέ αλλά
να ξαναρχίζετε πάντοτε στο δρόμο της αγάπης, και αυτό για τον απλούστατο λόγο:
γιατί είμαστε χριστιανοί, και ο Θεός μας αγαπά τον λαό του…
(επαναλαμβάνοντας ακόμα μία φορά τις λέξεις του Ρωμανού του Μελωδού) είναι ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο παρά να
μπορεί να σώσει… Πεπεισμένοι πάντοτε από την πίστη μας, ότι ο Κύριο
μας αγαπά και μας χορηγεί κάθε μέρα τη χάρη να ξαναρχίζουμε με αγάπη τη
χριστιανική μας ζωή. Γι’ αυτό σας προτρέπω να ατενίζουμε όλοι στη ζωή μας με
πίστη και ελπίδα, βλέποντας τα μικρά και τα μεγάλα σημεία της αναγεννήσεως μας,
της νέας ζωής την οποία ο Κύριος μας δίνει: σημεία τα οποία είναι παρόντα, και
αρκεί μόνο να τα βλέπουμε και να τα ενατενίζουμε.
Εύχομαι σε
όλους: ιερείς, αδελφές μοναχές και πιστούς της Εξαρχίας, και σε όλους τους
αδελφούς και φίλους μας Καλά Χριστούγεννα.
+ O Καρκαβίας Εμμανουήλ Νιν
Επίσκοπος-Έξαρχος Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος
Χριστούγεννα 2017
Carissimi,
Arrivati
alle porte della celebrazione del Natale di nostro Signore Gesù Cristo, e la
tradizione liturgica bizantina ci ha preparato con un periodo di quaranta
giorni conosciuto come “Quaresima di Natale”, volendo in questo modo fare un
parallelo tra Natale e Pasqua, tra la Natività del Verbo di Dio incarnato dallo
Spirito Santo e dalla Vergine Maria, e la sua Passione, Morte e Risurrezione.
Questo ci porta a vedere un fatto bello ed anche importante nella tradizione
bizantina: La liturgia stessa, e specialmente l’anno liturgico visto e vissuto
come luogo della pedagogia divina. Nelle settimane che precedono il Natale
cantiamo dei bellissimi tropari, che troveremo poi tante volte anche nel
periodo natalizio, che iniziano con la frase: Ἡ Παρθένος
σήμερον (Oggi la Vergine).
Questo “oggi” -σήμερον-
che ci porta con la Madre di Dio, con la Chiesa intera a quella grotta di
Betlemme in cui nasce il Signore che è la Luce del mondo.
La
lunga e bellissima serie di Theotokia in questi giorni ci fa pregustare
tutto il mistero dell’Incarnazione: l’attesa fiduciosa, la povertà della grotta
-la povertà dell’umanità che accoglie il Verbo di Dio-, tutte le figure, i
personaggi ed anche i luoghi dell’Antico Testamento che, se mi permettete
l’immagine, si affacciano in questi giorni, nella celebrazione di tanti dei
profeti; tutte le volte che nei testi liturgici Betlemme è collegata con
l’Eden; Isaia che si rallegra; Maria, la Madre di Dio presentata come agnella
-un titolo che ritroveremmo nella Settimana Santa- cioè colei che porta in
grembo Cristo l’Agnello di Dio. Tutta una serie di figure, di personaggi ed
anche di luoghi, vi dicevo, che si affacciano sulla scena liturgica di queste
settimane, dalla fine novembre in poi, come per ricordarci, nel senso forte
della parola ricordare, che siamo parte di una storia, di una umanità che ha
atteso il Messia, una storia ed una umanità che l’aveva atteso nella veglia
fiduciosa, ma anche nel buio, nel dubbio, nel peccato; una storia ed una
umanità che forse non è più nell’attesa -in nessuna attesa- ma che rimane
comunque nel buio e nel peccato. Una umanità, la nostra, amata, salvata e
redenta da Cristo.
Pure
a livello sociale l’apparenza esterna della società in cui viviamo e ci
muoviamo ci fa pensare, benché in un modo molto superficiale, al Natale; una
società, pero, in cui il primato lo ha il desiderio delle cose facili, comode,
unicamente utili; una società in cui il primato dell’amore non lo ha più non
dico già Dio ma neppure l’altro, il fratello che ci sta’ accanto, ma lo ha la
propria immagine, un’immagine a volte incapace di amare e di lasciarsi amare;
una immagine che rifiuta tutto quello che è limite, sofferenza, malattia...
un’immagine che dimentica il darsi all’altro per amore, nella gratuità del
dono, del semplice dono.
Arrivati
ormai alle porte del Natale, della celebrazione della nascita secondo la carne
del Signore, Dio e Salvatore nostro Gesù Cristo, la liturgia bizantina ci
invita -direi ci porta per mano- con Maria, con tutta la Chiesa, verso la
grotta per accogliere lì Colui che viene, Colui che essendo il Verbo Eterno di
Dio si fa uno di noi. E per questo vi propongo una lettura e un breve commento
di due testi presi dai Kontakia per il Natale di Romano il Melodo (+555). I
kontakia sono dei poemi teologici, normalmente di 24 strofe, e che spesso
seguono l’alfabeto greco, in cui l’autore –Romano o tante volte altri autori
anonimi-, svolge, canta un tema teologico legato a una festa o a un santo che
viene celebrato. I kontakia sono un genere letterario che troviamo già nel IV
secolo nella tradizione siriaca, specialmente nell’opera di Sant’Efrem il Siro
(+373). Romano ne scrisse tre di kontakia per il Natale, e nel secondo di essi
troviamo un tema che a prima vista può sorprendere, e che vi propongo di
meditare, cioè si tratta del “pellegrinaggio”, della “visita” di Adamo ed Eva
alla grotta del bambino neonato. Dico che è un tema che sorprende in una prima
lettura, ma non tanto se si pensa al parallelo di cui prima accennavo e che la
liturgia e l’iconografia bizantine fanno tra il Natale e la Pasqua. Ricordate
come nell’iconografia di Natale troviamo Cristo nato, fasciato, messo in una
mangiatoia che è anche sepolcro nell’interno di una grotta; e poi per Pasqua
Cristo vestito di bianco che scende in un’altra grotta, l’Ade, e di lì ne tira
fuori Adamo ed Eva.
Il
kontakion secondo sul Natale di Romano il Melodo, che voglio proporvi è formato
da 18 strofe. Il poema sviluppa il tema, le diverse scene in questo modo:
Maria, la Madre di Dio, canta si direbbe una “nina nana” al bambino neonato, un
canto che sveglia Eva dal sonno eterno ed essa -come nel libro della Genesi-,
convince Adamo a recarsi nella grotta per capire cos’è quel canto; arrivati lì
invocano l’intercessione della Madre di Dio per la loro sorte -cioè l’essere stati
cacciati dal paradiso. Maria li rincuora e si accosta verso suo Figlio e
sostiene presso di lui la causa dei Progenitori; Gesù svela a Maria la vastità
del suo amore per gli uomini fino alla morte e una morte di croce. Maria infine
ritorna verso Adamo ed Eva e chiede loro di avere pazienza.
Vorrei
unicamente soffermarmi in due strofe dove Gesù svela a Maria l’unico motivo
dell’agire -e dell’agire in un certo modo- da parte di Dio: cioè l’amore verso
l’uomo.
Sono
sopraffatto dell’amore che sento per l’uomo -risponde il Creatore. Io, o
Ancella e Madre mia, non ti rattristerò. Ti farò conoscere tutto ciò che sto
per fare ed avrò rispetto per la tua anima, o Maria. Il bambino che ora porti
tra le braccia, lo vedrai fra non molto con le mani inchiodate, perché ama
la tua stirpe. Colui che tu nutri, altri l’abbevereranno di fiele; colui
che tu chiami vita, dovrai tu vederlo appeso alla croce, e di lui piangerai la
morte. Ma tu mi stringerai in un abbraccio allorché sarò risuscitato, o Piena
di grazia.
Tutto
questo sopporterò volentieri, e causa di tutto questo è l’amore che ho
sempre sentito e sento tuttora per gli uomini, amore di un Dio che non
chiede altro che di poter salvare. A tale discorso, Maria gridò in un
gemito: O mio grappolo, che gli empi non ti frantumino! Quando sarai cresciuto,
o Figlio mio, che io non ti veda immolato! Ma egli così aggiunse: Non piangere
Madre, su ciò che non sai: se tutto questo non sarà compiuto, tutti coloro, a
favore dei quali mi implori, periranno, o Piena di grazia.
Perché
ama la tua stirpe... un Dio che non chiede
altro che di poter salvare... Questa è la realtà, l’unica realtà che
celebriamo in questi giorni di Natale, che celebriamo nella nostra fede
cristiana: l’amore di Dio per gli uomini manifestatosi pienamente in Gesù
Cristo. E la celebriamo, la viviamo questa realtà in tutta la nostra vita come
cristiani. Ciò vuol dire nel condividere e forse anche nel contrastare la
nostra fede con un mondo -almeno quello che ci circonda in modo più immediato-
segnato fortemente dall’individualismo, dall’oblio dell’altro, dall’ignoranza
degli altri; una fede che dovrà predicare un Dio che è dono gratuito, che
perdona, che ama, e perché ama si sacrifica per gli altri, che non chiede
altro che poter salvare come ci indicava Romano. In questi giorni,
vedendo le folle nelle strade delle nostre città, chiediamoci cosa cerca questa
gente? Una cosa è chiara, è a questa umanità che guarda -o guarda e spende-
lungo le strade delle nostre città che dovremo, dobbiamo predicare, annunciare,
che Dio ama la sua stirpe, e che non chiede altro che di
poter salvare. Ed è anche ad una altra umanità che dovremo portare il
messaggio del Vangelo, una umanità che si trova nell’indigenza, nella
sofferenza; un’umanità che forse non si vede o semplicemente si intravede.
Perché
ama la tua stirpe... un Dio che non chiede
altro che di poter salvare... Questa è nostra fede, la fede che
viviamo, che annunciamo ogni giorno nel nostro Esarcato che è la nostra Chiesa.
Una Chiesa che proprio la nostra, non una realtà magari desiderata, immaginata,
ideale, ma reale e concreta, in Grecia, nell’oggi -σήμερον- del
2017, nell’Esarcato Greco Cattolico. Una Chiesa, la nostra, benedetta e amata
dal Signore, con i suoi pregi e le sue mancanze e peccati ma sempre, non lo
dimentichiamo mai, sempre amata e voluta dal Signore. Una Chiesa che annuncia
il Vangelo, che celebra la liturgia ed i sacramenti, che celebra e vive la
carità. La vita quotidiana nell’Esarcato è una grazia, e a volte la
quotidianità piò sfigurare questa grazia; una vita che anche ci chiede una
grande carità, una grande pazienza, una grande generosità, e anche una certa
dosi di buon umore. Ricordate quel bel testo di San Giovanni Crisostomo in cui
si dice che la carità senza il martirio può fare seguaci ma mai vengono
generati seguaci da martiri senza carità.
In
questo Natale e all’inizio di un nuovo anno civile, vorrei incoraggiarvi a non
stancarvi mai di ricominciare nell’amore, e ciò per un semplice fatto, perché
siamo cristiani, ed il nostro Dio ama la tua stirpe... -usando
ancora le parole di Romano-, è un Dio che non chiede altro che di poter
salvare... Convinti sempre, per fede, che il Signore ci ama e ci dà
ogni giorno di poter ricominciare nella nostra vita cristiana, nell’amore. Per
questo vi esorto a guardare alla nostra vita con fede ed speranza. Vedendo i
piccoli e di grandi segni della rinascita, della vita nuova che il Signore ci
dà. Segni presenti e che basta vedere, guardare.
Auguro
a tutti, sacerdoti, suore e fedeli dell’Esarcato, e a tutti i fratelli ed
amici, un Santo Natale.
+P.
Emmanuil Nin
Esarca
Apostolico
(Icona del Natale del Signore. Chiesa della Santissima Trinità. Atene. XX secolo)