lunedì 18 dicembre 2017

Il Natale del Signore nella tradizione bizantina.
Oggi l’Onnipotente giace in una mangiatoia
        Per la celebrazione della Natività di Cristo, vogliamo fare una breve lettura di alcuni tropari bizantini della stessa festa. E concretamente le cosiddette “katavasìe” della Natività. Si tratta del primo tropario di ogni ode o cantico del mattutino, tropario che nei giorni festivi viene ripetuto alla fine di ogni ode. Il nome “katavasia” viene dal fatto che tradizionalmente i cantori scendono dai loro stalli per cantare in mezzo alla chiesa il tropario. Come primo ed ultimo tropario di ogni ode, riprende di solito il tema dell’ode biblica dell’Antico Testamento a cui fa riferimento, e di cui, molto spesso, fa una lettura in chiave cristologica. Il mattutino nella tradizione bizantina prevede nove odi, cioè cantici otto di essi presi dall’Antico Testamento ed uno dal Nuovo Testamento. Leggendo una ad una le otto katavasie ne scopriamo la ricchezza e la bellezza teologica. Questi tropari, otto nell’insieme, sono un intreccio di citazioni bibliche a partire di quella che è alla base, cioè il cantico dell’Antico Testamento a cui il testo è collegato. Il filo conduttore che troviamo in tutte è quello che sgorga a partire da Fil 2,9: la kenosi, il farsi piccolo del Verbo eterno di Dio nella sua incarnazione e nella sua nascita, il farsi uno di noi.
        Il primo ed il terzo dei tropari -il secondo viene omesso- cantano la nascita del Verbo di Dio, nascita che suscita in tuta la creazione, e specialmente tra gli uomini, la glorificazione e la lode. Per l’annientamento del Verbo di Dio fattosi uomo, la natura umana viene innalzata: “Cristo nasce, rendete gloria; Cristo scende dai cieli, andategli incontro; Cristo è sulla terra, elevatevi. Cantate al Signore da tutta la terra, e con letizia celebra­telo, o popoli, perché si è glorificato… Al Figlio che prima dei secoli immutabilmente dal Padre è stato generato, e negli ultimi tempi dalla Vergine, senza seme, si è incarnato, al Cristo Dio accla­miamo: Tu che hai innalzato la nostra fronte, santo tu sei, Signore”.
        Il quarto dei tropari prende spunto dal cantico del profeta Abacuc 3,3 nel riferimento al “boscoso monte adombrato” da cui sorge, germoglia, secondo la lettura cristologica che ne hanno fatto i Padri della Chiesa e le diverse tradizioni liturgiche di Oriente e di Occidente, sorge Colui che è il germoglio della Vergine, che è stata adombrata dallo Spirito Santo: “Virgulto dalla radice di Iesse, e fiore che da essa procede, o Cristo, dalla Vergine sei germogliato, dal boscoso monte adombrato, o degno di lode: sei venuto incarnato da una Vergine ignara d’uomo, tu, im­materiale e Dio. Gloria alla tua potenza, Signore”. Il quinto testo della serie delle katavasie, a partire da Is 9,5 e 26,12, sviluppa il tema di Cristo come “angelo del gran consiglio” mandato dal Padre per guidare l’uomo alla conoscenza di Dio: “Dio della pace, Padre delle misericordie, tu ci hai in­viato l’angelo del tuo gran consiglio  per do­narci pace ; guidàti dunque alla luce della conoscenza di Dio, vegliando sin dai primi albori , noi ti glorifichiamo, amico degli uo­mini”.
        Il sesto tropario è tutto incentrato nella lettura cristologica della ode di Giona 2,11, testo già interpretato in una chiave cristologica e pasquale da Cristo stesso nel Vangelo. Da sottolineare il tema della nuova nascita di Giona che esce dal pesce “come embrione”, una nuova nascita che prefigura quella di Cristo stesso: “Il mostro marino, dalle sue viscere, ha espulso come embrione Giona, quale lo aveva ricevuto; il Verbo, dopo aver dimorato nella Vergine e avere assunto la carne, da lei è uscito, custodendola incorrotta: poi­ché egli ha preservato la madre indenne dalla corru­zione cui non era sottostata”.
I tropari settimo e ottavo sono dei testi tessuti attorno ai cantici di Daniele 3,26ss e 3,57ss: i tre giovani nella fornace preservati dalle fiamme e che diventano tipo e prefigurazione del grembo della Vergine in cui discende il fuoco della divinità: “I fanciulli allevati nella pietà, disprezzando un empio comando, non si lasciarono atterrire dalla minaccia del fuo­co, ma stando tra le fiamme canta­vano: O Dio dei padri, tu sei benedetto… La fornace che effondeva rugiada è stata immagine di una meraviglia che oltrepassa la natura: essa infatti non bru­ciò i giovani che aveva ricevuto, come neppure il fuoco della divinità bruciò il grembo della Vergine in cui era disceso; noi dunque inneggiando cantiamo: Tutta la creazione benedica il Signore, e lo sovresalti per tutti i secoli”.
L’ultimo dei tropari riprende quella che potremo chiamare una lettura cristologica per via di contrasto, come la troviamo spesso nei testi liturgici bizantini e siriaci: il cielo e la terra, il trono dei cherubini e la Vergine, l’Onnipotente che giace in una mangiatoia: “Vedo un mistero strano e portentoso: cielo, la grotta, tro­no di cherubini, la Vergine, e la greppia, spazio in cui è stato posto a giacere colui che nulla può contenere, il Cristo Dio, che noi celebriamo e magni­fichiamo”.


venerdì 15 dicembre 2017

Καλά Χριστούγεννα
Buon Natale

Ετρεπζου Βηθλεμ· νοικται γρ δμ, τοιμζου φραθ· νανεοται γρ δμ, κα Εα σν ατ· κατρα γρ λλυται, σωτηρα ν κσμ ξνθησε, κα ψυχα τν Δικαων ετρεπζονται, ς προκα δωροφορας, ντ μρου τν μνον προσγουσαι, σωτηραν ψυχς, κα φθαρσαν κομιζμεναι. δο γρ ν φτν νακεμενος, προτρπει μνδαν πνευματικν πιτελσαι, τους βοντας παστως· Κριε δξα σοι.

Prepàrati, Betlemme, perché l’Eden è stato aperto; prepàrati, Efrata, perché Adamo viene rinnovato, ed Eva con lui: è sciolta infatti la maledizione, la salvezza è fiorita nel mondo, e le anime dei giusti si preparano, presentando l’inno in luogo di unguento profumato, come dono in of­fer­ta, e ricevendo la salvezza dell’anima e l’incorruttibilità. Ecco infatti che, giacendo nella mangiatoia, Cristo induce a cantare un inno spirituale quelli che senza posa acclamano: Signore, gloria a te.
(Tropario del 23 dicembre)





Πολυαγαπημένα μου αδέλφια,
Φθάσαμε στις πύλες του εορτασμού των Γενεθλίων του Κυρίου Μας Ιησού Χριστού, και η βυζαντινή θεία λατρεία μας προετοίμασε με μία χρονική περίοδο σαράντα ημερών, γνωστή με το όνομα «Σαρακοστή των Χριστουγέννων».  Με τον τρόπο αυτό γίνεται παραλληλισμός ανάμεσα στα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ανάμεσα στη Γέννηση του Λόγου του Θεού, ενσαρκωμένου από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία και τα τίμια Πάθη του, τον Θάνατό του και την Ανάστασή του. Αυτός ο παραλληλισμός μας κάνει να βλέπουμε ένα γεγονός ωραίο και σπουδαίο στη βυζαντινή παράδοση: την ίδια τη θεία λατρεία και ιδιαίτερα το λειτουργικό έτος το οποίο βλέπουμε και το οποίο ζούμε ως χώρο της θείας παιδαγωγίας. Κατά τις εβδομάδες οι οποίες προηγούνται των Χριστουγέννων, ψέλνουμε ωραιότατα τροπάρια, τα οποία θα τα ψάλουμε και πάλι τόσες φορές κατά τη χριστουγεννιάτικη περίοδο και τα οποία αρχίζουν με τη φράση: «Η Παρθένος σήμερον». Αυτό το σήμερον μαζί με τη Μητέρα του Θεού και μαζί με όλη την Εκκλησία, μας οδηγούν προς το σπήλαιον της Βηθλεέμ, όπου γεννιέται ο Κύριος, ο οποίος είναι το φως του κόσμου.
Η μακρά και ωραιότατη σειρά των «Θεοτοκίων» (δηλαδή τροπαρίων προς την Θεοτόκον), μας κάνει να προγευόμαστε όλο το μυστήριο της Ενσαρκώσεως: την αναμονή μέσα στην εμπιστοσύνη, τη φτώχια της ανθρωπότητας η οποία υποδέχεται τον Λόγο του Θεού, όλες τις μορφές και τις προσωπικότητες, ακόμα και τους τόπους της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία (επιτρέψτε μου την έκφραση), εμφανίζονται κατ’ αυτές τις μέρες, με τις γιορτές τόσων και τόσων προφητών κάθε φορά κατά την οποία στα λειτουργικά κείμενα η Βηθλεέμ συνδέεται με την Εδέμ του Θεού, η οποία παρουσιάζεται ως «αμνάς», ένας τίτλος τον οποίο θα ξαναβρούμε κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, δηλαδή εκείνη η οποία φέρνει στα σπλάχνα της τον Χριστό τον Αμνό του Θεού. Μία ολόκληρη σειρά φυσιογνωμίας, προσωπικότητες και χώροι, όπως σας έλεγα, η οποία σειρά εμφανίζεται επάνω στη λατρευτική σκηνή των εβδομάδων αυτών, από τα τέλη Νοεμβρίου και μετά, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει (στη δυνατή έννοια της λέξης «υπενθυμίζω»), ότι αποτελούμε μέλη μίας ιστορίας, μίας ανθρωπότητας, που περίμενε τον Μεσσία, μέσα σε αγρυπνία εμπιστοσύνης, αλλά και μέσα στο σκοτάδι, μέσα στην αμφιβολία, μέσα στην αμαρτία μία ιστορία και μία ανθρωπότητα, που ίσως δεν βρίσκονται πια στην αναμονή, αλλά που παραμένουν στο σκοτάδι και στην αμαρτία. Μία ανθρωπότητα, η δική μας, η οποία αγαπάται, σώζεται και λυτρώνεται από τον Χριστό.
Επίσης σε κοινωνικό επίπεδο, η εξωτερική εμφάνιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και κινούμαστε, μας κάνει να σκεπτόμαστε, αν και κατά τρόπο πολύ επιφανειακό, τα Χριστούγεννα αλλά πρόκειται για μία κοινωνία όπου τα πρωτεία τα κατέχει η επιθυμία για τα εύκολα πράγματα, για τα εφήμερα, για τα συμφεροντικά μας ενδιαφέροντα, μία κοινωνία στην οποία έχει χαθεί το πρωτείο της αγάπης, όχι μόνο προς τον Θεό αλλά και προς τον συνάνθρωπό μας, προς τον αδελφό που βρίσκεται δίπλα μας. Το πρωτείο αυτό το κατέχει ο εγωιστικός εαυτός μας, αυτός που μερικές φορές δεν είναι πια ικανός ν αγαπά και να αγαπιέται, ένας εγωιστικός εαυτός, ο οποίος αρνείται κάθε όριο, κάθε πόνο, κάθε ασθένεια… ένας εγωιστικός εαυτός ο οποίος ξεχνά να προσφέρει στον άλλο την αγάπη του, την δωρεάν αγάπη του, το απλό προσωπικό δώρο του.
Τώρα που φτάσαμε πλέον στις πύλες των Χριστουγέννων, γιορτάζοντας την κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, η βυζαντινή θεία λατρεία μας καλεί, (θα έλεγε ότι μας καθοδηγεί χέρι, χέρι), μαζί με την Αειπάρθενο Μαρία και όλη την Εκκλησία, προς το σπήλαιο της Βηθλεέμ, για να υποδεχθούμε Αυτόν που έρχεται, Αυτός ο οποίος, ενώ είναι ο Αιώνιος Λόγος του Θεού, γίνεται ένας από εμάς. Γι’ αυτό σας προτείνω την ανάγνωση και ένα σύντομο σχόλιο δύο κειμένων, από τα χριστουγεννιάτικα Κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού (+555). Τα Κοντάκια είναι θεολογικά ποιήματα, συνήθως με 24 στροφές οι οποίες συχνά ακολουθούν το ελληνικό αλφάβητο. Ο συγγραφέας ή και τόσοι άλλοι ανώνυμοι συγγραφείς στα Κοντάκια αυτά αναπτύσσει, ψέλνει ένα θεολογικό θέμα, συνδεόμενο με μία γιορτή, ή με έναν εορταζόμενο άγιο. Τα κοντάκια είναι ένα φιλολογικό είδος, που το συναντούμε ήδη από τον τέταρτο αιώνα, στη συριακή παράδοση ειδικά στα γραπτά έργα του Αγίου Εφραίμ του Σύρου (+373). Ο Ρωμανός Ο Μελωδός έγραψε τρία κοντάκια για τα Χριστούγεννα, και στο δεύτερο από αυτά βρίσκουμε ένα θέμα, το οποίο αρχικά ενδέχεται να μας καταπλήξει. Σας προτείνω να το μελετήσουμε: πρόκειται για ένα «προσκύνημα», για μία «επίσκεψη» του Αδάμ και της Εύας προς το νεογέννητο βρέφος, μέσα στο σπήλαιο. Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο στην πρώτη του ανάγνωση μας εκπλήσσει αλλά η έκπληξή μας μειώνεται, όταν σκεφθούμε τον παραλληλισμό για τον οποίο σας μίλησα, ένα παραλληλισμό τον οποίο κάνουν η βυζαντινή θεία λατρεία και η βυζαντινή εικονογραφία,  ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στο Πάσχα. Θυμηθείτε πως στη βυζαντινή εικονογραφία, για τα Χριστούγεννα, βρίσκουμε τον Χριστό γεννημένο, τυλιγμένο στα σπάργανα, βαλμένο σε μία φάτνη σαν ενταφιασμένο μέσα σ’ ένα σπήλαιο και συνέχεια κατά το Πάσχα, βρίσκουμε τον Χριστό ντυμένο στα λευκά, να κατεβαίνει σε ένα άλλο σπήλαιο, στον Άδη από όπου ανασταίνει τον Αδάμ και την Εύα.
Το δεύτερο χριστουγεννιάτικο Κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού, το οποίο θέλω να σας προτείνω, αποτελείται από 18 στροφές. Το ποίημα αναπτύσσει το θέμα του, σε διάφορες στροφές, με αυτόν τον τρόπο: η Μαρία, η Θεοτόκος, Θα έλεγε κανείς ότι ψέλνει το «νάνι νάνι» για το νεογέννητο βρέφος, ένα ψαλμό ο οποίος ξυπνά την Εύα από τον αιώνιο ύπνο της, και η Εύα (όπως στο βιβλίο της Γενέσεως), πείθει τον Αδάμ να μεταβούν μαζί στο σπήλαιο για να καταλάβουν τι λέει αυτός ο ψαλμός της Μαρίας. Φτάνοντας εκεί προσεύχονται ζητώντας τη μεσιτεία της Θεοτόκου για την  τύχη τους, δηλαδή για τη συμφορά τους να διωχθούν έξω από τον παράδεισο. Η Μαρία τους ενθαρρύνει και πλησιάζει προς τον Υιό της και υποστηρίζει την υπόθεση των πρωτόπλαστων. Ο Ιησούς αποκαλύπτει στη Μαρία την ευρύτητα της αγάπης του για τους ανθρώπους, μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Τελικά η Μαρία στρέφεται προς τον Αδάμ και την Εύα και ζητά απ’ αυτούς να έχουν υπομονή.
         Θέλω να υπογραμμίσω αποκλειστικά δύο στροφές, στις οποίες ο Ιησούς αποκαλύπτει στη Μαρία τη μοναδική αιτία της δράσεως του, εκ μέρους του Θεού: δηλαδή της Θεϊκής αγάπης προς τον άνθρωπο.
Με καταπιέζει η αγάπη την οποία αισθάνομαι για τον άνθρωπο» απαντά ο Δημιουργός. Εγώ ω Θυγατέρα μου και Μητέρα μου, δεν θα σε λυπήσω. Θα σε κάνω να γνωρίσεις όλα όσα κάνω και θα έχω σεβασμό για την ψυχή σου, ω Μαρία. Το βρέφος το οποίο βαστάς τώρα στην αγκαλιά σου, δεν θ’αργήσεις να το δεις με τα χέρια καρφωμένα, γιατί αγαπά τον λαό σου. Αυτόν που εσύ τρέφεις, άλλοι θα ποτίσουν με χολή, αυτόν τον οποίο εσύ ονομάζεις ζωή, θα τον δεις να κρέμεται στον σταυρό, και θα κλαις για τον θάνατό του. Αλλά εσύ θα με σφίξεις στην αγκαλιά σου, όταν θα αναστηθώ, ω Κεχαριτωμένη.
Όλα αυτά θα τα υποφέρω ευχαρίστως, και αιτία όλων αυτών είναι η αγάπη την οποία πάντα αισθανόμουν και συνεχίζω και τώρα να αισθάνομαι για τους ανθρώπους, είναι η αγάπη ενός Θεού, ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να σώσει τους ανθρώπους. Ακούοντας αυτά τα λόγια η Μαρία φώναξε ένα κλαυθμό: Ω σπλάχνο μου, οι ασεβείς να μη σε καταπατήσουν! Όταν θα μεγαλώσεις ω Υιέ μου, να μη σε δω θυσιασμένο! Αλλά Εκείνος προσθέτει: Μην κλαίς Μητέρα γι’ αυτό που δεν ξέρεις: αν όλα αυτά δεν εκπληρωθούν, όλοι εκείνοι, για τους οποίους με ικετεύεις, θα χαθούν, ω Κεχαριτωμένη.
          Επειδή αγαπά τον λαό σου…. ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει…. Αυτή είναι η πραγματικότητα, η μοναδική πραγματικότητα την οποία γιορτάζουμε κατά τις ημέρες αυτές των Χριστουγέννων, κατά τις οποίες γιορτάζουμε τη χριστιανική μας πίστη: είναι η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, η αγάπη που φανερώθηκε ολοκληρωτικά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και την πραγματικότητα αυτή τη γιορτάζουμε, τη ζούμε σε ολόκληρη τη ζωή μας ως χριστιανοί. Αυτό σημαίνει να ζούμε τη ζωή μας συμμεριζόμενοι ίσως και αντιστεκόμενοι με την πίστη μας με ένα κόσμο (τουλάχιστον τον κόσμο που μας περιβάλλει άμεσα), σημαδεμένο δυνατά από τον ατομικισμό από το ξέχασμα του πλησίον μας, από την άγνοια των άλλων, μία πίστη η οποία οφείλει να κηρύττει ένα Θεό, ο οποίος προσφέρεται δωρεάν, ο οποίος συγχωρεί, αγαπά, και επειδή αγαπά θυσιάζεται για τους άλλους, ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώζει, όπως μας λέει ο Ρωμανός ο Μελωδός. Κατά τι μέρες αυτές, βλέποντας τα πλήθη στους δρόμους των πόλεών μας, ας διερωτηθούμε: τι ζητά αυτός ο κόσμος; Ένα πράγμα είναι καθαρό: στα πλήθη αυτά των ανθρώπων μέσα στους δρόμους μας οφείλουμε να κηρύττουμε, να αναγγέλλουμε: ότι ο Θεός αγαπά τον λαό του και δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει… Υπάρχει επίσης και μία άλλη ανθρωπότητα στην οποία οφείλουμε να μεταφέρουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου, μία ανθρωπότητα η οποία βρίσκεται στη φτώχεια, μέσα στον πόνο μία ανθρωπότητα την οποία ίσως δεν βλέπουμε, ή απλά την διακρίνουμε από μακριά.
          Γιατί αγαπά τον λαό σου… ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει… Αυτή είναι η πίστη μας, η πίστη την οποία ζούμε, την οποία καθημερινά αναγγέλλουμε στην Εξαρχία μας, η οποία είναι η Εκκλησία μας. Πρόκειται για μία Εκκλησία, ακριβώς τη δική μας, η οποία δεν είναι μία πραγματικότητα φανταστική, ιδανική, αλλά πραγματική και συγκεκριμένη, στην Ελλάδα του «σήμερον», του 2017, στην Ελληνική Καθολική Εξαρχία. Είναι η δική μας Εκκλησία, ευλογημένη και αγαπημένη από τον Κύριο, με τις αξίες της και με τις ελλείψεις της, αλλά, (ποτέ ας μην το λησμονούμε), πάντοτε αγαπητή και ποθητή από τον Κύριο. Μία Εκκλησία που αναγγέλλει το Ευαγγέλιο, τελεί τη θεία λατρεία και τα ιερά μυστήρια, τελεί και ζει την αγάπη. Η καθημερινή ζωή της Εξαρχίας είναι μία χάρη, και μερικές φορές η καθημερινότητα ενδέχεται να παραμορφώνει αυτή τη χάρη, μία ζωή η οποία μας ζητά επίσης μία μεγάλη αγάπη, μία μεγάλη υπομονή, μία μεγάλη γενναιοδωρία, και επίσης κάποια δόση καλού «χιούμορ». Θυμηθείτε το ωραίο κείμενο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο οποίο λέγεται ότι: η αγάπη χωρίς μαρτύριο μπορεί να έχει οπαδούς, αλλά οι μάρτυρες χωρίς αγάπη δεν μπορούν ποτέ να γεννήσουν οπαδούς.
          Κατά τα Χριστούγεννα αυτά και στην αρχή του νέου πολιτικού έτους θέλω να σας ενθαρρύνω να μην κουράζεστε ποτέ αλλά να ξαναρχίζετε πάντοτε στο δρόμο της αγάπης, και αυτό για τον απλούστατο λόγο: γιατί είμαστε χριστιανοί, και ο Θεός μας αγαπά τον λαό του… (επαναλαμβάνοντας ακόμα μία φορά τις λέξεις του Ρωμανού του Μελωδού) είναι ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο παρά να μπορεί να σώσει… Πεπεισμένοι πάντοτε από την πίστη μας, ότι ο Κύριο μας αγαπά και μας χορηγεί κάθε μέρα τη χάρη να ξαναρχίζουμε με αγάπη τη χριστιανική μας ζωή. Γι’ αυτό σας προτρέπω να ατενίζουμε όλοι στη ζωή μας με πίστη και ελπίδα, βλέποντας τα μικρά και τα μεγάλα σημεία της αναγεννήσεως μας, της νέας ζωής την οποία ο Κύριος μας δίνει: σημεία τα οποία είναι παρόντα, και αρκεί μόνο να τα βλέπουμε και να τα ενατενίζουμε.
        Εύχομαι σε όλους: ιερείς, αδελφές μοναχές και πιστούς της Εξαρχίας, και σε όλους τους αδελφούς και φίλους μας Καλά Χριστούγεννα.

+ O Καρκαβίας Εμμανουήλ Νιν
Επίσκοπος-Έξαρχος Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος
Χριστούγεννα 2017




Carissimi,
Arrivati alle porte della celebrazione del Natale di nostro Signore Gesù Cristo, e la tradizione liturgica bizantina ci ha preparato con un periodo di quaranta giorni conosciuto come “Quaresima di Natale”, volendo in questo modo fare un parallelo tra Natale e Pasqua, tra la Natività del Verbo di Dio incarnato dallo Spirito Santo e dalla Vergine Maria, e la sua Passione, Morte e Risurrezione. Questo ci porta a vedere un fatto bello ed anche importante nella tradizione bizantina: La liturgia stessa, e specialmente l’anno liturgico visto e vissuto come luogo della pedagogia divina. Nelle settimane che precedono il Natale cantiamo dei bellissimi tropari, che troveremo poi tante volte anche nel periodo natalizio, che iniziano con la frase: Παρθνος σμερον (Oggi la Vergine). Questo “oggi” -σμερον- che ci porta con la Madre di Dio, con la Chiesa intera a quella grotta di Betlemme in cui nasce il Signore che è la Luce del mondo.
La lunga e bellissima serie di Theotokia in questi giorni ci fa pregustare tutto il mistero dell’Incarnazione: l’attesa fiduciosa, la povertà della grotta -la povertà dell’umanità che accoglie il Verbo di Dio-, tutte le figure, i personaggi ed anche i luoghi dell’Antico Testamento che, se mi permettete l’immagine, si affacciano in questi giorni, nella celebrazione di tanti dei profeti; tutte le volte che nei testi liturgici Betlemme è collegata con l’Eden; Isaia che si rallegra; Maria, la Madre di Dio presentata come agnella -un titolo che ritroveremmo nella Settimana Santa- cioè colei che porta in grembo Cristo l’Agnello di Dio. Tutta una serie di figure, di personaggi ed anche di luoghi, vi dicevo, che si affacciano sulla scena liturgica di queste settimane, dalla fine novembre in poi, come per ricordarci, nel senso forte della parola ricordare, che siamo parte di una storia, di una umanità che ha atteso il Messia, una storia ed una umanità che l’aveva atteso nella veglia fiduciosa, ma anche nel buio, nel dubbio, nel peccato; una storia ed una umanità che forse non è più nell’attesa -in nessuna attesa- ma che rimane comunque nel buio e nel peccato. Una umanità, la nostra, amata, salvata e redenta da Cristo.
Pure a livello sociale l’apparenza esterna della società in cui viviamo e ci muoviamo ci fa pensare, benché in un modo molto superficiale, al Natale; una società, pero, in cui il primato lo ha il desiderio delle cose facili, comode, unicamente utili; una società in cui il primato dell’amore non lo ha più non dico già Dio ma neppure l’altro, il fratello che ci sta’ accanto, ma lo ha la propria immagine, un’immagine a volte incapace di amare e di lasciarsi amare; una immagine che rifiuta tutto quello che è limite, sofferenza, malattia... un’immagine che dimentica il darsi all’altro per amore, nella gratuità del dono, del semplice dono.
Arrivati ormai alle porte del Natale, della celebrazione della nascita secondo la carne del Signore, Dio e Salvatore nostro Gesù Cristo, la liturgia bizantina ci invita -direi ci porta per mano- con Maria, con tutta la Chiesa, verso la grotta per accogliere lì Colui che viene, Colui che essendo il Verbo Eterno di Dio si fa uno di noi. E per questo vi propongo una lettura e un breve commento di due testi presi dai Kontakia per il Natale di Romano il Melodo (+555). I kontakia sono dei poemi teologici, normalmente di 24 strofe, e che spesso seguono l’alfabeto greco, in cui l’autore –Romano o tante volte altri autori anonimi-, svolge, canta un tema teologico legato a una festa o a un santo che viene celebrato. I kontakia sono un genere letterario che troviamo già nel IV secolo nella tradizione siriaca, specialmente nell’opera di Sant’Efrem il Siro (+373). Romano ne scrisse tre di kontakia per il Natale, e nel secondo di essi troviamo un tema che a prima vista può sorprendere, e che vi propongo di meditare, cioè si tratta del “pellegrinaggio”, della “visita” di Adamo ed Eva alla grotta del bambino neonato. Dico che è un tema che sorprende in una prima lettura, ma non tanto se si pensa al parallelo di cui prima accennavo e che la liturgia e l’iconografia bizanti­ne fanno tra il Natale e la Pasqua. Ricordate come nell’iconografia di Natale troviamo Cristo nato, fasciato, messo in una mangiatoia che è anche sepolcro nell’interno di una grotta; e poi per Pasqua Cristo vestito di bianco che scende in un’altra grotta, l’Ade, e di lì ne tira fuori Adamo ed Eva.
Il kontakion secondo sul Natale di Romano il Melodo, che voglio proporvi è formato da 18 strofe. Il poema sviluppa il tema, le diverse scene in questo modo: Maria, la Madre di Dio, canta si direbbe una “nina nana” al bambino neonato, un canto che sveglia Eva dal sonno eterno ed essa -come nel libro della Genesi-, convince Adamo a recarsi nella grotta per capire cos’è quel canto; arrivati lì invocano l’intercessione della Madre di Dio per la loro sorte -cioè l’essere stati cacciati dal paradiso. Maria li rincuora e si accosta verso suo Figlio e sostiene presso di lui la causa dei Progenitori; Gesù svela a Maria la vastità del suo amore per gli uomini fino alla morte e una morte di croce. Maria infine ritorna verso Adamo ed Eva e chiede loro di avere pazienza.
Vorrei unicamente soffermarmi in due strofe dove Gesù svela a Maria l’unico motivo dell’agire -e dell’agire in un certo modo- da parte di Dio: cioè l’amore verso l’uomo.
Sono sopraffatto dell’amore che sento per l’uomo -risponde il Creatore. Io, o Ancella e Madre mia, non ti rattristerò. Ti farò conoscere tutto ciò che sto per fare ed avrò rispetto per la tua anima, o Maria. Il bambino che ora porti tra le braccia, lo vedrai fra non molto con le mani inchiodate, perché ama la tua stirpe. Colui che tu nutri, altri l’abbevereranno di fiele; colui che tu chiami vita, dovrai tu vederlo appeso alla croce, e di lui piangerai la morte. Ma tu mi stringerai in un abbraccio allorché sarò risuscitato, o Piena di grazia.
Tutto questo sopporterò volentieri, e causa di tutto questo è l’amore che ho sempre sentito e sento tuttora per gli uomini, amore di un Dio che non chiede altro che di poter salvare. A tale discorso, Maria gridò in un gemito: O mio grappolo, che gli empi non ti frantumino! Quando sarai cresciuto, o Figlio mio, che io non ti veda immolato! Ma egli così aggiunse: Non piangere Madre, su ciò che non sai: se tutto questo non sarà compiuto, tutti coloro, a favore dei quali mi implori, periranno, o Piena di grazia.
Perché ama la tua stirpe... un Dio che non chiede altro che di poter salvare... Questa è la realtà, l’unica realtà che celebriamo in questi giorni di Natale, che celebriamo nella nostra fede cristiana: l’amore di Dio per gli uomini manifestatosi pienamente in Gesù Cristo. E la celebriamo, la viviamo questa realtà in tutta la nostra vita come cristiani. Ciò vuol dire nel condividere e forse anche nel contrastare la nostra fede con un mondo -almeno quello che ci circonda in modo più immediato- segnato fortemente dall’individualismo, dall’oblio dell’altro, dall’ignoranza degli altri; una fede che dovrà predicare un Dio che è dono gratuito, che perdona, che ama, e perché ama si sacrifica per gli altri, che non chiede altro che poter salvare come ci indicava Romano. In questi giorni, vedendo le folle nelle strade delle nostre città, chiediamoci cosa cerca questa gente? Una cosa è chiara, è a questa umanità che guarda -o guarda e spende- lungo le strade delle nostre città che dovremo, dobbiamo predicare, annunciare, che Dio ama la sua stirpe, e che non chiede altro che di poter salvare. Ed è anche ad una altra umanità che dovremo portare il messaggio del Vangelo, una umanità che si trova nell’indigenza, nella sofferenza; un’umanità che forse non si vede o semplicemente si intravede.
Perché ama la tua stirpe... un Dio che non chiede altro che di poter salvare... Questa è nostra fede, la fede che viviamo, che annunciamo ogni giorno nel nostro Esarcato che è la nostra Chiesa. Una Chiesa che proprio la nostra, non una realtà magari desiderata, immaginata, ideale, ma reale e concreta, in Grecia, nell’oggi -σμερον- del 2017, nell’Esarcato Greco Cattolico. Una Chiesa, la nostra, benedetta e amata dal Signore, con i suoi pregi e le sue mancanze e peccati ma sempre, non lo dimentichiamo mai, sempre amata e voluta dal Signore. Una Chiesa che annuncia il Vangelo, che celebra la liturgia ed i sacramenti, che celebra e vive la carità. La vita quotidiana nell’Esarcato è una grazia, e a volte la quotidianità piò sfigurare questa grazia; una vita che anche ci chiede una grande carità, una grande pazienza, una grande generosità, e anche una certa dosi di buon umore. Ricordate quel bel testo di San Giovanni Crisostomo in cui si dice che la carità senza il martirio può fare seguaci ma mai vengono generati seguaci da martiri senza carità.
In questo Natale e all’inizio di un nuovo anno civile, vorrei incoraggiarvi a non stancarvi mai di ricominciare nell’amore, e ciò per un semplice fatto, perché siamo cristiani, ed il nostro Dio ama la tua stirpe... -usando ancora le parole di Romano-, è un Dio che non chiede altro che di poter salvare... Convinti sempre, per fede, che il Signore ci ama e ci dà ogni giorno di poter ricominciare nella nostra vita cristiana, nell’amore. Per questo vi esorto a guardare alla nostra vita con fede ed speranza. Vedendo i piccoli e di grandi segni della rinascita, della vita nuova che il Signore ci dà. Segni presenti e che basta vedere, guardare.
Auguro a tutti, sacerdoti, suore e fedeli dell’Esarcato, e a tutti i fratelli ed amici, un Santo Natale.

+P. Emmanuil Nin
Esarca Apostolico
(Icona del Natale del Signore. Chiesa della Santissima Trinità. Atene. XX secolo)